Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

Η κυρά Θύμιαινα

Είναι Δευτέρα και η ώρα είναι πέντε και τέταρτο το πρωί. Είμαι στο καφενείο της κυρά Μαρίας Αναγνώστου με τη μάννα μου Τασιώ Μπέσια και σε 15-20 λεπτά φεύγω για Χαλκίδα με το λεωφορείο.  Η κυρά Μαρία με ρώτησε αν θέλω καφεδάκι και ως συνήθως,  μου το πρόσφερε χωρίς να με αφήσει να πληρώσω. 
Το πως κατάφερνε να προσφέρει καφεδάκι ή ένα κομμάτι χαλβά ή μια πορτοκαλάδα χωρίς λεφτά και να επιβιώνει σαν μαγαζί, έχουν αναρωτηθεί πολλοί.  Τα κατάφερνε πάντως – τουλάχιστο από ότι μπορούσε να δει επιφανειακά ένας νεαρός μαθητής - μια χαρά.
Ο οδηγός και ο εισπράκτορας του λεωφορείου του ΚΤΕΛ είχαν περάσει τη βραδιά τους στους Παπάδες, αφού τελείωσαν το δρομολόγιό τους από Χαλκίδα  την προηγουμένη μέρα.  Τότε διανυκτέρευαν στης κυρά Μαρίας ή στου Νίκου του Βρέττου (Σαλτακά), αλλά ίσως και σε  άλλα δωμάτια στο χωριό που ήταν διαθέσιμα.  Εγώ θα επέστρεφα στο γυμνάσιο στη Χαλκίδα κατά τις 8 το πρωί, αφού είχα περάσει το Σαββατοκύριακο στο χωριό με τους γονείς μου και το μικρό μου αδερφό Γιώργο,  ο οποίος ήταν ακόμα στο δημοτικό.   
Αυτή τη φορά όμως είχα παρέα για το ταξίδι. Το προηγούμενο βράδυ, η μάννα μου μου είχε πει ότι θα πρέπει να συνοδέψω τη Θύμιαινα στη Χαλκίδα και θα έπρεπε να την πάω μέχρι το Πολιτικό Νοσοκομείο, να επισκεφτεί τον άντρα της, το μπάρμπα Θύμιο.  Δεν είχα καμιά αντίρρηση βέβαια, ειδικά αφού θα πήγαινα στο σχολείο κατά τις 8 και 30 το πρωί και το Νοσοκομείο ήταν δυο τετράγωνα μακριά από το σταθμό των λεωφορείων. 
Η τραγελαφική συνέχεια της ιστορίας άρχισε όταν άνοιξε η πόρτα του καφενείου και εμφανίστηκε η Θύμιαινα.  Αντί να έρθει στο τραπέζι που καθόμουν με τη μάννα μου πίνοντας καφέ, πήγε και κάθισε σε μια γωνιά του μαγαζιού στο πάτωμα!!!  Η κυρά Μαρία τη ρώτησε πως να της φτιάξει τον καφέ και η μάννα μου της είπε να ρθεί να κάτσει μαζί μας, αλλά η Θύμιαινα τίποτα.  Με χαμηλή φωνή ψιθύρισε «άσι μι, δε πειράζ’, δε θέλου τίπουτα» και συνέχισε να κάθεται στο πάτωμα σε μια κουβέρτα ή κουρελού που είχε μαζί της για αυτό το σκοπό.
Μετά από λίγα λεπτά ήταν ώρα για να φύγει το λεωφορείο.  Όλοι οι επιβάτες σηκωθήκαν, πήραν τα πράγματά τους και άρχισαν να επιβιβάζονται.  Εγώ προσφέρθηκα να τη βοηθήσω να μπει στο λεωφορείο και φυσικά νόμισα ότι θα καθόμασταν μαζί σε μια από τις θέσεις.  Αφού λοιπόν μπήκαμε μέσα, τη ρώτησα αν ήθελε παράθυρο ή διάδρομο, στο μπροστινό ή στο πίσω μέρος του λεωφορείου.  Η απάντησή της με ξάφνιασε. «Λίγο θα καθήσου καταίς πηδίμ » μου είπε και κάθισε στο διάδρομο!!!  Πριν προλάβω να πω τίποτα εγώ, ο εισπράκτορας ήρθε αμέσως και της είπε. «Δεν επιτρέπεται να καθίσεις στο διάδρομο θεία, κάτσε στη θέση σε παρακαλώ»  Η Θύμιαινα προσπάθησε λίγο να διαμαρτυρηθεί, αλλά τελικά πολύ γρήγορα συμμορφώθηκε με την εντολή του εισπράκτορα και κάθισε στη θέση δίπλα μου. 
Δεν θυμάμαι αν μιλήσαμε καθόλου, αλλά είμαι σχεδόν σίγουρος ότι δεν έκανε καμιά προσπάθεια για κουβέντα.  Ήταν μια γυναίκα στα εξήντα της, ίσως που ήταν λιγομίλητη, σεμνή και χωρίς εμπειρία με ταξίδια, λεωφορεία κλπ.  Τότε πολλές γυναίκες της ηλικίας της πήγαιναν στο μαγαζί μόνο για να ψωνίσουν και τις περισσότερες φορές ρωτούσαν ένα από το μικρά της γειτονιάς ή τα παιδιά τους να πάνε στο μαγαζί να αγοράσουν οτιδήποτε.
 Όταν φτάσαμε Χαλκίδα, της είπα να με ακολουθήσει να πάμε στο Νοσοκομείο που ήταν ο άντρας της.  Της είπα ότι είναι πολύ κοντά και πραγματικά σε πέντε λεπτά ήμασταν εκεί.  Μπαίνουμε μέσα και εγώ πήγα κατευθείαν στο γραφείο επισκεπτών και εξήγησα ότι έφερα την κυρία από το χωριό,  για να επισκεφτεί τον άντρα της που ήταν ασθενής.  Μου είπαν ότι είναι στο δεύτερο όροφο στο 208 δωμάτιο.  Η επόμενη και φυσική κίνηση αφού ήταν δεύτερος όροφος ήταν να πάρουμε το ασανσέρ.  Εγώ της είπα «έλα θεία, μη φοβάσαι, ασανσέρ είναι» αφού την είδα να πισωπατεί λίγο μπροστά στην πόρτα του ασανσέρ.  «Τι ειν’ αυτό πηδάκιμ?. Δεν μπαίνου μέσα ‘γω» είπε η Θύμιαινα. Οπότε βέβαια κατάλαβα ότι δεν γινόταν αλλιώς και πήραμε τις σκάλες για το δεύτερο όροφο.  Με το που μπήκαμε στο δωμάτιο με το μπάρμπα Θύμιο, ήταν θέμα δευτερολέπτων να πω ένα γρήγορο γεια, αφού έπρεπε να τρέξω να πάω στο γυμνάσιο. Έγινα καπνός!
Πολλά χρονιά πέρασαν, αλλά την ιστορία αυτή ακόμα τη θυμάμαι.  Τώρα βέβαια βλέπω τα πράγματα λίγο διαφορετικά και με την εμπειρία μερικών δεκαετιών στη πλάτη.  Αυτό που με εκπλήσσει γράφοντας αυτή τη μικρή ιστορία από τη ζωή στους Παπάδες στις αρχές του εβδομήντα, είναι ότι ακόμα και σήμερα, δεν ξέρω το μικρό όνομα της Θύμιαινας.  Αν και τα σπίτια μας ήταν στην ίδια γειτονιά,  η Θύμιαινα ήταν μια συγχωριανή, που ποτέ δεν είχα κάποια επαφή ή πάρε δώσε εκτός από το κατά τύχη ταξίδι μας στη Χαλκίδα μια Δευτέρα πρωί…
Παναγιώτης Μπέσιας
24-10-2012
Durham North Carolina


--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
(1) Η κυρά θύμιαινα ήταν η Ευμορφία Αναγνώστου, συζ. Ευθυμίου Ζουλέτα και έζησε κατά τα  έτη από 1908 έως 1978
 
(2) Ευχαριστούμε πολύ τον Παναγιώτη Μπέσια για την ανταπόκρισή του στην επιθυμία μας να γράψει οτιδήποτε αναφορικά με το χωριό και για τα θετικά σχόλιά του για τη λειτουργία του blogspot
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου