Κυριακή 22 Ιουλίου 2018

Γνωρίζοντας το χωριό Παπάδες Βόρειας Εύβοιας


 
Το 1800 επί τουρκοκρατίας υπήρχε ένα μετόχι της μονής Ξεροπόταμου στη Βόρεια Εύβοια. Εκεί εγκαταστάθηκαν σε μια περιοχή ανατολικά κοντά στη θάλασσα, δίπλα σ’ ένα ποτάμι που ονομάζεται μέχρι σήμερα ξεροπόταμος, παρότι χειμώνα καλοκαίρι τρέχει νερό. Στη Μονή αυτή, η οποία ήταν αντρική υπήρχαν πολλοί μοναχοί. Η εκκλησία της, ήταν ο Άγιος Νικόλαος. Μαρτυρίες λένε ότι επί Τουρκοκρατίας στο Μαντούδι, μια κοντινή περιοχή, διοικούσε ο Αχμέτ Αγάς που ήθελε να καρπωθεί την πλούσια και την εύφορη γη των μοναχών, γνωρίζοντας ότι οι ντόπιοι λάτρευαν τη Μονή διότι ο Ηγούμενος τους βοηθούσε στα δύσκολα εκείνα χρόνια.
Τότε ο Αγάς προσπάθησε με δόλο να διώξει τους μοναχούς. Έβαλε μέσα στο Ιερό έναν χωριανό που τον έντυσαν γυναίκα για να διασύρει τον Ηγούμενο και με μαρτυρίες να διώξει τελικά όλο το μοναστήρι. Ο Ηγούμενος όμως με τη βοήθεια του Θεού, τον αναγνώρισε, πήρε τον σταυρό της Μονής, εγκαταλείποντας τη και έφυγε για το Άγιο Όρος. Ο σταυρός λένε ότι είχε Τίμιο ξύλο και με τον συγκεκριμένο σταυρό ο Ηγούμενος, σταύρωνε τους χωριανούς και να είναι πάντα καλά υπό τη σκέπη του. Σήμερα ο Σταυρός με το τίμιο ξύλο βρίσκεται στη Μονή Ξηροποτάμου Αγίου Όρους. Έτσι το χωριό ονομάστηκε Παπάδες διότι όλοι στη γύρω περιοχή γνώριζαν ότι εκεί υπήρχαν πολλοί μοναχοί. Την περίοδο 1938-1945 ζούσαν στην περιοχή αυτή, γύρω από το Μοναστήρι, περίπου 45 οικογένειες.
Το 1910 με τον Νόμο του Ελευθερίου Βενιζέλου περί εκκλησιαστικής περιουσίας τα χωράφια δόθηκαν στους κατοίκους του χωριού. Το χωριό Παπάδες έχει δυο όψεις, μία του πράσινου δυτικά και μία του κίτρινου λόγω του ήλιου ανατολικά το καλοκαίρι, και του λευκού και γαλάζιου από τη θάλασσα που ξεχωρίζει κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Το πλούσιο δάσος επιφέρει παραγωγή οξυγόνου και καθαρού αέρα.
Ένα χωριό, με μπαλκόνι πάνω από το  Αιγαίο και θέα αντικριστά τις Σποράδες, τα νησιά Σκιάθος και Σκόπελος. Η θάλασσα φαίνεται ότι βρίσκεται στα 100 μ κάτω από το χωριό παρόλο ότι η απόσταση είναι 12 λεπτά με το αυτοκίνητο. Αγκαλιάζεται από το πρωί με τον ήλιο που ανατέλλει μέσα από τη θάλασσα μέχρι τη δύση του. Μετά τα πρώτα σπίτια συναντάμε την εκκλησία πάνω από τον δρόμο που δεσπόζει επιβλητικά με το κυπαρίσσι αριστερά κ τον πεύκο δεξιά της, να προφυλάσσουν αγέρωχα την Κοίμηση της Θεοτόκου με την πλακόστρωτη πλατεία και τις καλλιτεχνικές δημιουργίες. Λειτουργός για πολλές δεκαετίες ήταν ο αείμνηστος πατήρ Γεώργιος Αφένδρας. Ο κεντρικός δρόμος χωρίζει το χωριό στη μέση. Πάνω από το δρόμο (στα ψηλά) και κάτω από το δρόμο (στα χαμπλά, όπως χαρακτηριστικά τα ανέφεραν οι χωριανοί), όπου υπήρχαν και υπάρχουν ακόμα σπίτια και παραδοσιακά καφενεία που θυμίζουν τα παλιά χρόνια. Στο τέλος του χωριού, στεγάζεται το δημοτικό σχολείο, το οποίο επαναλειτουργεί τα τελευταία χρόνια με λίγα παιδιά, αν σκεφτεί κανείς ότι στη δεκαετία του 1960 απαριθμούσε 90 παιδιά. Φύλακας όλου του χωριού είναι το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία (Αη Λιας), ψηλά, μέσα στις καστανιές.
Οι κάτοικοι του χωριού, σήμερα, ζουν και εργάζονται σ’ ένα τέτοιο το περιβάλλον, μην ξεχνώντας το καλό που τους προσφέρει αυτή η φύση, η οποία είναι χάρισμα Θεού. Ασχολούνται κυρίως με την κτηνοτροφία λόγω του γεγονότος ότι δεν υπάρχουν πεδιάδες για καλλιέργειες μεγάλων εκτάσεων. Με αυτή τη δραστηριότητα ασχολούνταν από παλιά πολλές οικογένειες όπως του Χρήστου Αντωνίου, του Ανέστη Η. Λίτσα, του Χρήστου Ι. Αναγνώστου, του Δαβίδ Σεφέρη και του Δημήτρη Ι. Αντωνίου, πολλοί εκ των οποίων την συνεχίζουν μέχρι σήμερα. Η κτηνοτροφία έδωσε οικονομική ανάσα σε αρκετές οικογένειες, παρά τις κακές καιρικές συνθήκες και τις ατελείωτες ώρες εργασίας χειμώνα καλοκαίρι.
Επίσης, άλλη μία δραστηριότητα που είναι μοναδική στην Ελλάδα, είναι η παραγωγή ρητίνης από τα πεύκα. Η άριστη ποιότητα του ρετσινιού και η αφθονία πεύκων έκανε τους περισσότερους κατοίκους να ασχοληθούν με αυτά και το εμπόριο.  Αφού δημιούργησαν συνεταιρισμό, αποθηκεύαν αρχικά το ρετσίνι σε στέρνες στην πάνω πλευρά του χωριού, στην αρχή των σπιτιών, δίπλα στο Γ. Περήφανο και στη συνέχεια δίπλα στο εργοστάσιο Εuropa.
Το πελέκημα του πεύκου γινόταν με το καλά ακονισμένο σκεπάρνι για να επιτευχθεί η ροή της ρητίνης στο τσίγκινο τριγωνικό κουτάκι. Το μάζεμα γινόταν με την σκουνταύλα (τενεκέ) στην πλάτη και κατόπιν στα μεγάλα παραλληλόγραμμα ντεπόζιτα, που φορτώνονταν στα ζώα για να φτάσουν στις δεξαμενές να ζυγιστούν και να πωληθούν.
Η μελισσοκομία από την άλλη, είχε από παλιά μεγάλη έλξη λόγω της χλωρίδας που αναπτύσσεται στην περιοχή, όπως είναι το πεύκο, το ξούρι και το αυτοφυές θυμάρι. Παλαιότερα, λίγοι χωριανοί είχαν ασχοληθεί με τη μελισσοκομία. Με την πάροδο των χρόνων αυτό άλλαξε και σήμερα πλέον ασχολούνται επαγγελματικά πολλές οικογένειες,
Ανατολικά, κοντά στη θάλασσα υπήρχαν τα πρώτα μεταλλεία λευκόλιθου, όπου εργάζονταν πολλοί χωριανοί, άνδρες και γυναίκες κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες, με το ανθυγιεινό φως της ασετιλίνης και την  υγρασία της γαλαρίας. Σήμερα όλα αυτά έχουν ερημώσει.
Στη δεκαετία του 1970-80, δημιουργήθηκε μεγαλύτερο εργοστάσιο στην περιοχή κοντά στο Μαντούδι και το Μετόχι, το εργοστάσιο του Σκαλιστήρη. Πολλοί χωριανοί εργάστηκαν εκει πάλι στα μεταλλεία, μεταφερόμενοι με τα αυτοκίνητα της εταιρείας,  Fimisco.
Παλαιοτέρα, οι κάτοικοι παρήγαγαν τα δικά τους προϊόντα σε πάρα πολλά ειδή, κάτι που τους καθιστούσε αυτόνομους παρ’ όλες τις γενικότερες δυσκολίες των καιρών. Για παράδειγμα τα σιτάρια, που τα θέριζαν με τα δρεπάνια κυρίως οι γυναίκες, κάνοντάς τα χειρόβολα. Οι άνδρες τα έδεναν σε δεμάτια με βέργες, (κοτσίκια), που τις έβρεχαν απο βραδύς, για να λυγίζουν εύκολα και να μην σπάνε. Φορτωμένα στα ζώα, τα πήγαιναν στα αλώνια σε θυμωνιές για να τα αλωνίσουν, όπως μπορούσε ο καθένας. Παλιότερα, με τα ζώα τους και τις ροκάνες, (που ήταν η χαρά των παιδιών, καθώς το θεωρούσαν παιχνίδι) και αργότερα με τις αλωνιστικές μηχανές. Ετσι απολάμβαναν τις τηγανήτες με το μέλι, που ετοίμαζαν όλες οι νοικοκυρές.
Ενα άλλο προιόν ήταν επίσης τα καλαμπόκια, που κάθε οικογένεια εναπόθετε σε σωρό στο αλώνι της εκκλησίας και τα θρυμμάτιζαν κάτω από το φεγγάρι του Αυγούστου. Εκεί γίνονταν και οι κλωστές με τα αδράχτια της κυράς Βασιλικής Χ. Αναγνώστου, όπου ξεχώριζαν τα νήματα σαν το γαιτανάκι με χορευτική φιγούρα.
Επίσης οι κάτοικοι ασχολούνταν με οικόσιτα κυρίως ζώα όπως αρνιά κατσίκια, κότες και απαραίτητα ένα γουρούνι και έτσι κατάφερναν να καλύπτουν όλες τις ανάγκες τους. Απο το λίπος έφτιαχναν σαπούνι καθώς και συντηρούσαν παστό το κρέας για να έχει διάρκεια στο χρόνο. Έτσι κατάφερναν να έχουν το κρέας τους αλλά και χειροποίητα, παραδοσιακά και νόστιμα λουκάνικα.
Σήμερα πολλοί έχουν μεταναστεύσει σε μεγαλύτερες πόλεις για καλύτερη δυνατότητα εργασίας. Μάλιστα την περίοδο του 1960, πολλοί έφυγαν για την Γερμάνια και την Αμερική και όσοι επέστρεψαν συνέχισαν την παραδοσιακή εργασία.
Τα τελευταία χρόνια, στα δυτικά του χωριού, μέσα στο δάσος δημιουργήθηκε το Δασικό Χωριό Παπάδων. Ένας χώρος εναλλακτικός για τουρισμό, που έχει την δυνατότητα να προσφέρει εξορμήσεις στις φυσικές ομορφιές του βουνού και του δάσους αλλά και μπάνια το καλοκαίρι στη θάλασσα που είναι πολύ κοντά.
Αρχικά, το χωριό δεν διέθετε γιατρούς. Υπήρχαν μόνο κάποιοι πρακτικοί που βοηθούσαν σε έκτακτες περιπτώσεις, όπως ήταν η μαμή, (η κυρά Κώσταινα), και ο Χρήστος Αποστόλου (Μπαλασκάκης) για τις περιπτώσεις καταγμάτων.  Στη δεκαετία του 60, στο χωριό μας είχαμε αγροτικό ιατρείο με μόνιμο γιατρό τον Θεόδωρο Καψύλη, που εξυπηρετούσε και τα γύρω χωριά (Κερασιά, Αμέλαδες, Στράφους, Κοτσικιά και Αχλάδι). Τότε ο γιατρός μετακινούνταν με τα ζώα.
Οι δύο κουρείς, ο Αντώνης Αρβανίτης και ο Γιώργος Αφένδρας, κούρευαν κάθε Σάββατο στο κεντρικό καφενείο «Η Συναντησις». Το ξύρισμα γίνονταν με τον παραδοσιακό τρόπο όπου η φαρδιά λεπίδα ακονίζονταν πάνω σε μία λωρίδα από δέρμα. Ταυτόχρονα μέσα σε τσίγκινο σκεύος ο κουρέας έφτιαχνε τον αφρό από σαπουνάδα. Οι μικροί μαθητές κουρεύονταν εκείνη την εποχή με την ψιλή, αφήνοντας μόνο μια μικρή τούφα στο μπροστινό μέρος.
Κάποια αξιοσημείωτοι καλοί τεχνίτες στο χωριό μας ήταν αυτοί που ασχολούνταν με τις ξυλουργικές εργασίες και κυρίως με τις επισκευές και κατασκευές σκεπών (Γεώργιος Φρεγαδής με τους γιούς του, Αλέκος, Γιάννης και Κων/νος, και Γιάννης Παγανίτσας). Μια ιδιαίτερη τακτική που ακολουθούσαν οι τεχνίτες ήταν στο τελείωμα της κατασκευής όπου έδεναν σε δύο ξύλα από την μία πλευρά του σπιτιού στην άλλη, διαγώνια στη σκεπή, ενα σκοινί και φώναζαν «καλώς ηρθε το πεσκέσι». Τότε η νοικοκυρά του σπιτιού αλλά και άλλοι συγγενείς κρεμούσαν μαντήλια πετσέτες και ταγάρια (τράστια) για τα καλορίζικα, και άρχιζαν τα παινέματα και τα τραγούδια.
Στο χωριό μας η διανομή των γραμμάτων και των συντάξεων από τον ταχυδρόμο (Δημήτρη Παπαστάθη), που ξεκινούσε από την Αγία Αννα για να μοιράσει τα γράμματα στα γύρω χωριά κάθε δύο μέρες με το άλογο, γινόταν στο καφενείο της Κυράς Μαρίας που γέμιζε με ανθρώπους που περίμεναν με ανυπομονησία τα νέα από τα παιδιά τους, από τους ξενιτεμένους τους ή τους φαντάρους τους. Οι χωριανοί ήξεραν την ώρα και την μέρα της άφιξης του ταχυδρόμου και αδημονούσαν να στείλουν και αυτοί τα δικά τους νέα ξεκινώντας με το ¨υγείαν έχομεν, αυτό επιθυμούμεν και δια εσάς¨. Με το πέρασμα των ετών ο νεότερος ταχυδρόμος Χρήστος Φαρακλιώτης αντικατέστησε το άλογο με ημιφορτηγάκι για την ίδια διαδρομή.
Την δεκαετία του 60, υπήρχε καθημερινό απευθείας δρομολόγιο, λεωφορείων ΚΤΕΛ για Χαλκίδα-Ιστιαία και ένα με διανυκτέρευση στο χωριό μας. Ο οδηγός και ο εισπράκτορας φιλοξενούνταν το βράδυ στα σπίτια του Κωνσταντίνου Ν. Αναγνώστου και του Αγγελή Ν. Αφένδρα. Το καφενείο της Κυρά Μαριας (φωτό 1) ¨Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΙΣ¨ λειτουργούσε καθημερινά από το πρωί στις 04:00 μέχρι τις 22:00 για πενήντα ολόκληρα χρόνια.
Το καφενείο της κυράς Μαρίας ήταν η στάση των ΚΤΕΛ Χαλκίδας – Αιδηψού. Από εκεί ξεκινούσαν όλοι οι επιβάτες και οι μαθητές για τους προορισμούς τους. Κάθε πρωί η κυρά Μαρία έφτιαχνε στους μικρούς  μαθητές τσάι χωρίς φυσικά να πληρώνεται.
Επίσης, αξίζει να σημειωθεί πως το μεγάλο πανηγύρι του  χωριού γινόταν το Δεκαπενταύγουστο. Για αυτό αδημονούσαν όλοι οι χωριανοί, μικροί μεγάλοι, για να γλεντήσουν με τους συγγενείς και τους φίλους που έρχονταν με τα γαιδουράκια, στολισμένα από τα γύρω χωριά. Πάντα, ερχονταν ορχήστρες από άλλα μέρη, αλλά συνοδεύονταν κάποιες φορές και από το δικό μας χωριανό μουσικό Κωνσταντίνο Κατσαρή με το λαούτο και την κιθάρα του και την τοπική λαική ερασιτεχνική ορχήστρα με τους Νίκο Ραβανό (λαούτο), Κωνσταντίνο Ραβανό (βιολί), Σταύρο Παπαδημητρίου (βιολί), Νίκο και Αριστείδη Αφένδρα (κλαρίνο).
Στα πανηγύρια τα καρπούζια έρχονταν από την Ιστιαία με το κάρο, τα παγωτά από τη Χαλκίδα με τον Παρασκευά, (τότε τα παγωτά θεωρούνταν το γλυκό του φτωχού και κόστιζαν μιαμιση δραχμή η κρέμα και δύο δραχμές η σοκολάτα σε ξυλάκι). Συχνά παρεβρισκόταν και ο κουταλιανός, ο οποίος έκανε επίδειξη της μυικής του δύναμης, σπάζοντας πέτρες στο στήθος του και σηκώνοντας με τα γερά του μπράτσα δύο άνδρες στο κάθε του χέρι, χορεύοντας παράλληλα. Το παρών έδιναν φυσικά και πολλοί πολιτικοί καθώς το θεωρούσαν εξαιρετική ευκαιρία για να προσελκύσουν ψηφοφόρους κυρίως κατά τις προεκλογικές εκστρατείες.
Το καφενείο της Κυράς Μαρίας είχε φιλοξενήσει επίσης και τον ξακουστό Καραγκιόζη με τον δημιουργό του Ευγένιο Σπαθάρη. Οι αυθεντικές φιγούρες του Καραγκιόζη έδωσαν την έμπνευση στο Κωνσταντίνο Αρβανίτη για να δημιουργήσει τη δική του σκηνή για καραγκιόζη στην αποθήκη δίπλα στο σπίτι του. Πάνω σε ένα σκοινί κρεμούσε ένα σεντόνι για σκηνή. Από πίσω υπήρεχε ένα κερί για να δημιουργεί το απαραίτητο φως και τις σκιές και οι καραγκιοζοπαίχντες Κώστας Αρβανίτης (Ζέμπος) και Μίμης Παγανίτσας (Μπαμπίας). Αυτοί οι δύο μοίραζαν πολύ γέλιο με τις αυτοσχέδιες φιγούρες τους. Το εισητήριο ήταν ένα πενηνταράκι. Οσοι είχαν χρήματα τα έδιναν οι υπόλοιποι πληρωναν το αντίτιμο σε υλικά αγαθά κυρίως φρούτα.
Ο χώρος μπροστά στο καφενείο «η Συνάντησις» ήταν εκεί όπου ακόμα  και οι μανάβηδες ή οι ψαράδες ξεπουλούσαν το εμπορευμά τους. Πολλοί πραματευτές εβρισκαν στο χωριό ένα μέρος να ξαποστάσουν, όπως ο Νίκος Σακαγιάνης με τα βότανα της περιοχής και ο Λύκης Δημήτρης ο ορολογοποιός που επίσης ασχολούνταν με επεξεργασία παλιών φωτογραφιών. Ταυτόχρονα οι αγρότες ή οι εργάτες των μεταλλείων, πριν πάνε με τα πόδια στις γαλαρίες (κρατώντας αντί για φως το δοχείο της ασετιλίνης καθώς το ηλεκτρικό ρεύμα ήρθε στο χωριό γύρω στο 1969), συνήθιζαν να πίνουν ένα τσάι ή καφέ στο καφενείο. Σήμερα «η Συνάντησις» λειτουργεί ως παραδοσιακό καφενείο από την κόρη της κυρά Μαρίας, Αργυρώ Αναγνώστου.
Μια σημαντική διασκέδαση για τους κατοίκους του χωριού εκείνη την εποχή ήταν το σινεμά. Κάθε Σαββατο σχεδόν είχε προβολή και όλα τα παιδιά περίμεναν με αγωνία το αυτοκίνητο του Κεφάλα από την Αγία Αννα να δουν πρώτα το ξύλινο τρίποδο, όπου αναγράφοταν ο τίτλος της ταινίας. Η προβολή γινόταν στο καφενείο του Κωνσταντίνου Αναγνώστου ή του Αποστόλη Αποστόλου.
Θεωρούμε απαραίτητο να κάνουμε μία αναφορα στον Κωνσταντίνο Αρβανίτη (φωτό 2) εναν απλό οικογενειάρχη, ένα παιδί του χωριού. Από μικρό παιδί με την παρότρυνση του πατέρα του, έχοντας πολύ καλή φωνή, πήγαινε στην εκκλησία κάθε Κυριακή. Aπό το δημοτικό, δειλά δειλά, με πολύ άγχος, έλεγε το Πάτερ Ημών στο ψαλτήρι, όπως και άλλα παιδιά του σχολείου. Του Κωνσταντίνου του άρεσε τόσο πολύ η εκκλησία που καθόταν απ’έξω πριν χτυπήσει την καμπάνα ο Παπά Γιώργης, για να μπει μέσα και να καθίσει κοντά στο ψαλτήρι, χωρίς να τολμήσει να το ακουμπήσει.
Ο διορατικός πνευματικός παπάς Γιώργης σύντομα του έκανε νόημα να κάτσει στο ψαλτήρι να διαβάσει. Η χαρά του ήταν απερίγραπτη, μόνο και μόνο ακουμπώντας τα εκκλησιαστικά βιβλιά... Ακολουθώντας τη συνείδησή του, διάβαζε και άκουγε πάρα πολύ τον πρωτοψάλτη Ευστάθιο Ραβανό τον Κωνσταντίνο Μπέσια και τον Σταύρο Παπαδημητρίου, που τον αγκάλιασαν και έδειξαν από την αρχή την πρόθεσή τους για να βοηθήσουν στο διάβα του. Διετέλεσε πολλά χρόνια πρόεδρος και πάρεδρος της κοινότητας με μεγάλη δραστηριότητα, παρά τις δυσκολίες των μικρών χωριών. Η προσφορά του στο χωριό μας ειναι μεγάλη, δεδομένου ότι τελεί αφιλοκερδώς και επιτυχώς, επί 60 συναπτά έτη, το λειτούργημα της ιεροψαλτικής διακονίας.
Επίσης, στην συντήρηση και στην ευρυθρμη λειτουγία της εκκλησίας μας βοήθησε σημαντικά όσο ζούσε η Μαριώ Βρέτου μια νοικοκυρά, που για πολλά χρόνια σε καθημερινή βάση βρισκόταν στη διακονία της εκκλησίας, πάντα ντυμένη στα μαύρα λόγω της χηρείας της από μικρη κιόλας ηλικία. Συνέβαλε σημαντικά στο να διατηρείται η εκκλησία μας αρχοντική και ευπαρουσίαστη.
Καταλήγωντας, αξίζει να σημειώσουμε με περηφάνια πως από το χωριό μας προέρχονται και διάφορες εξέχουσες προσωπικότητες όπως ο υπουργός αγροτικής ανάπτυξης Βαγγέλης Αποστόλου, (φωτό 3) αλλά και πολλοί αξιόλογοι επιστήμονες, γιατροί, (Μορφία Ν. Αφένδρα και Νικόλαος Μπέσιας), μηχανικοί, ηλεκτρολόγοι, σιδηρουργοί, αγιογράφοι, (Δημοσθένης Μπέσιας), καθηγητές, δάσκαλοι, δημόσιοι υπάλληλοι και άλλοι.
Σε ότι αφορά το αθλητικό κομμάτι, εκτός από την τοπική ομάδα η οποία είχε διακριθεί στο παρελθόν, αξίζει να σημειωθούν και κάποιοι παίχτες που ξεχώρισαν όπως ο διεθνής ποδοσφαιριστής Γιάννης Παπαδημητρίου, (φωτό 4) ο οποίος για πάρα πολλά χρόνια ήταν αρχηγός της ΑΟ Ξάνθης και παίχτης της Εθνικής Ελλάδος. Επίσης, ενεργός κριτής με μακρόχρονη πορεία σε διεθνείς αγώνες στίβου και παρουσία στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 είναι ο υποφαινόμενος. (Φωτό 5)
Τολμήσαμε να παραθέσουμε την ιστορία του χωριού, την οποία αρχικά είχε ξεκίνησε ο  Κων/νος  Γεωργίου του Δημητρίου., ο οποίος όμως δυστυχώς δεν πρόλαβε να την ολοκληρώσει. Είμαστε ανοιχτοί σε οποιαδήποτε συμπλήρωση για να διατηρηθεί ζωντανή αυτή η προσπάθεια αναβίωσης του χωριού μας. 

Γιάννης Κ. Αναγνώστου (Χίος)


Φωτο (1)

Φωτο (2)


Φωτο (3)



Φωτο (4)

Φωτο (5)


 

1 σχόλιο:

  1. νομιζω γραφικη εικονα του χωριου μας και ο μπαρμπα γιωργης, ο καλαμποκας, του αρεσε να καθεται με τους πιτσιρικαδες και να τους λεει ιστοριες..

    ΑπάντησηΔιαγραφή