ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΙ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΤΩΝ
ΠΑΠΠΑΔΩΝ
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ : ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Α΄. ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ
ΕΡΕΥΝΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΧΩΡΙΩΝΥΜΟΥ ΠΑΠΠΑΔΕΣ (Από τον Φιλόλογο Μιχαήλ Χρ. Αλεξανδρή).
1. ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΤΥΜΟΥ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ.
Η ιστορία της λέξης Παππάδες
αρχίζει βέβαια από τα μεσαιωνικά χρόνια, η ετυμολογία της όμως ανάγεται σε μία
ομηρική παιδική λέξη. Περί αυτού αποφαίνεται ρητώς ο φιλόσοφος Ευστάθιος,
μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, ο οποίος έζησε τον 12ο μ.Χ., αιώνα. Στο
περισπούδαστο έργο του «Παρεκβολαί εις την Ιλιάδα και την Οδύσσειαν»
σχολιάζοντας τον στίχο 408 της Ε΄ ραψωδίας της Ιλιάδας «οὐδέ τί μιν παῖδες ποτί
γούνασι παππάζουσιν» και με αφορμή το ρήμα της πρότασης προβαίνει σε μία
εξονυχιστική ετυμολογική εξέταση της λέξης πάππας (άπαξ αναφέρεται στο στίχο 57
της ζ΄ραψωδίας της Οδύσσειας «πάππα φίλε» = αγαπημένε μου πατέρα) και της
ιστορίας της. Το ρήμα παππάζω δημιουργήθηκε από ονοματοποιία (ηχοποίητο) και
φανερώνει την προσφώνηση του πατέρα από το μικρό παιδί του. Με τη λέξη αυτή και
ο πάππος 😊 ο παππούς) και ο πάππας 😊 ο πατερούλης), που μονοσύλλαβα λέγεται «πα» από ένα
μικρό παιδί, όπως ακριβώς η μητέρα λέγεται «μα», και κατ’ αναδιπλασιασμό πάππας
και παππίας, όπως μαμμία (παράβαλε το μάμμη> μαμμά και μάννα) προσφωνείται η
μητέρα από το βρέφος της. Εις επίρρωση αυτών ο Ευστάθιος επικαλείται τον
συγγραφέα του 2ου μ.Χ. αιώνα Φλάβιο Αρριανό (Βιθυνιακά, απόσπασμα 23), ο οποίος
γράφει ότι οι Βιθυνοί προσφωνούσαν τον Δία «Πάπαν». Ωσαύτως ο προγενέστερος
Ηρόδοτος (Δ,59) γράφει ότι ο Δίας εκαλείτο από τους Σκύθες «Παπαίος». Ομώνυμη
λέξη είναι το μεθομηρικό πάππος, η οποία φανερώνει ως εξ ομοιότητας τον γέροντα
πρόγονο αλλά και το ξηρό ακάνθινο τρίχωμα.
Περί του ρήματος παππάζω ο
λεξικογράφος Ησύχιος παραδίδει «παππάζουσιν: πατέρα προσαγορεύουσιν, πεποίηται
δὲ ἡ λέξις ἀπὸ τῶν παιδίων, ἃ τοῖς πατράσι λέγει πάππα», δηλ., ψελλίζουν ως
μικρά παιδιά. Στα μεθομηρικά χρόνια δημιουργήθηκαν το υποκοριστικό ουσιαστικό
παππίας (και παππίδιον) με σημασία κολακευτικής στοργής και το ρήμα παππίζω με
τη σημασία φωνάζω τον πατέρα κολακευτικά (πατεράκο, πατερούλη). Στους
βυζαντινούς χρόνους ο παππίας ήταν φύλακας (αξιωματικός) των αυτοκρατορικών
ανακτόρων και παπίαινα η γυναίκα του.
Η λέξη πάππας χρησιμοποιήθηκε από
τα πρώτα χριστιανικά χρόνια ως εκκλησιαστικός τίτλος, από τον τρίτο αιώνα ως
ιδιαίτερος τιμητικός τίτλος των πατριαρχών Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων
και αργότερα του πατριάρχη Ρώμης, ο οποίος διατηρεί εισέτι αυτόν τον τίτλο. Η
χρήση του όρου προήλθε από την αντίληψη ότι ο πατριάρχης είναι (πνευματικός)
πατέρας του ποιμνίου του, αναλογικά με το Θεό ως πατέρα όλων των ανθρώπων. Κάτι
ανάλογο συμβαίνει και σήμερα με την λίαν τιμητική και κολακευτική κλητική
προσφώνηση προς ιερέα «πάτερ», διότι στο πρόσωπο του ιερέα αναγνωρίζεται η
πνευματική επί γης θεία παρουσία του ιερέα και ο προσφωνών θεωρείται πνευματικό
τέκνο και μέλος του εκκλησιαστικού ποιμνίου.
Συνεπώς, από το αρχαίο παροξύτονο
πάππας και πάπας της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας προέκυψε με καταβιβασμό
τόνου το περισπώμενο παππάς και παπάς ως ιερατικό αξίωμα και ως λέξη έγινε
ευχρηστότερη στη λαϊκή γλώσσα από το ιερεύς, η οποία και σήμερα προτάσσεται
παντός κληρικού φέροντος τον βαθμό της ιερωσύνης (παπα-Γιάννης). Πρώτη γραπτή
μαρτυρία για τη λέξη παπάς ως ιερατικό αξίωμα ανευρίσκεται στον Σύρο χρονογράφο
του έκτου αιώνα Ιωάννη Μαλάλα ή Μαλαλά (Χρονογραφία, 362). Δεύτερη γραπτή
μαρτυρία απαντά στο έργο του αυτοκράτορα του δεκάτου αιώνα Κωνσταντίνου Ζ΄, του
επονομαζομένου Πορφυρογεννήτου, «Περί της Βασιλείου Τάξεως, 597».
Τόσο σε κείμενα της αρχαίας
ελληνικής γραμματείας όσο και της βυζαντινής και οι δύο λέξεις, παροξύτονη
(πάππας) και περισπωμένη (παππάς), διφορούνται ως προς το π. Ο γλωσσολόγος
Γεώργιος Ν. Χατζηδάκις περί της ορθής γραφής αποφαίνεται «η συνήθης γραφή παπάς
δεν είναι ορθή» και πρότεινε την ορθή «παππάς», έχοντας υπόψη του τους
ομηρικούς τύπους «παππάζουσι» και «πάππα», οι οποίοι δεν αποκλείεται να
γράφονται με δύο π χάριν του δακτυλικού εξαμέτρου. Με τη διφορούμενη γραφή της
ελληνικής πάππας και πάπας εισήλθε στη λατινική Pappas και Papas.
Τον δέκατο αιώνα, όταν ήδη είχε
προχωρήσει σε μεγάλο βαθμό η διαμόρφωση της Νέας Ελληνικής, απαντά σε γραπτά
κείμενα ο πληθυντικός της λέξης παπάς. Συγκεκριμένα στο ίδιο έργο του
μνημονευθέντος ως άνω αυτοκράτορα Κωνσταντίνου απαντά άπαξ η γενική «παπάδων»
και τρεις φορές η αιτιατική «παπάδας». Από τις δύο αυτές πτώσεις, κυρίως από τη
γενική, εξάγεται το συμπέρασμα ότι το όνομα σχημάτισε πληθυντικό (παπάδες)
κατ΄επίδραση από τριτόκλιτα ουσιαστικά της αρχαίας ελληνικής σε -άς>
-άδος> -άδες> άδων> -άδας, όπως το λαμπάς> λαμπάδος>
λαμπάδες> λαμπάδων> λαμπάδας. Από το θέμα του πληθυντικού αριθμού παρήχθησαν
τα παπ(π)αδία> παπ(π)αδιά, παπ(π)αδάκι, παπαδαριό. Παρήχθη επίσης το
χαρακτηριστικότερο και πλέον σύνηθες παντός άλλου επιθετωνύμιο Παπ(π)αδόπουλος,
ενώ από τον ενικό αριθμό το Παπ(π)άς, το οποίο τίθεται και ως πρώτο συνθετικὸ
πλείστων άλλων επιθέτων, π.χ., Παπ(π)αδημητρίου.
2. ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΧΩΡΙΩΝΥΜΙΟΥ ΠΑΠΠΑΔΕΣ.
Ο χρονικός προσδιορισμός της
ύπαρξης του χωριωνυμίου ως βυζαντινού οικισμού θα παρέμενε άγνωστος, αν δεν
ερχόταν στο φως ένα τουρκικό κατάστιχο του 1500 μ.Χ., το οποίο δημοσιεύθηκε στο
Αρχείο Ευβοϊκών Μελετών σε αυτοτελή τόμο (Παράρτημα Στ΄, 1989) με τον τίτλο
L΄EUBEE LA FIN DU XVe SIECLE, Economie et Population les registres de L΄annee
1474. Η εργασία αποτελεί εξαιρετική και υποδειγματική μελέτη της συγγραφέα
Ευαγγελία Μπαλτά, στην οποία είναι ενσωματωμένο το από 164 σελίδες τουρκικό
κατάστιχο γραμμένο στην αραβική και μεταγραμμένο με το σύγχρονο τουρκικό
αλφάβητο. Το πόνημα έχει κατ’ εξοχήν ιστορική αξία, διότι έφερε στην επιφάνεια
σημαντικότατα δημογραφικά, οικονομικά, λαογραφικά, ανθρωπολογικά στοιχεία της
Εύβοιας στα τέλη του 15ου αιώνα, όταν το νησί αλώθηκε από τους Τούρκους. Με
βάση τα νέα δεδομένα η ιστορία της Εύβοιας, πρέπει να γραφεί εκ νέου σε τοπικό
και και εθνικό επίπεδο.
Στην πρώτη σελίδα του καταστίχου
δίνεται το περιεχόμενό του, τα πρόσωπα και ο χρόνος της σύνταξής του: «Σύντομο
αντίγραφο του μητρώου του νησιού του Ευρίπου, μιάς κατακτημένης χώρας και τμήμα
της αυτοκρατορίας, γραμμένο με το χέρι του Μουλά Τζαφέρ και την πένα του Ίμπρι
Χότζα. Συντάχθηκε στις 20 του μήνα Serval του έτους 878 της Εγίρας». Από αυτά
συνάγεται ότι οι Τούρκοι κατακτητές με την ολική κατάληψη του νησιού το 1474
πέρασαν με το στρατό τους και τους μουλάδες όλες τις κωμοπόλεις, όλα τα χωριά,
όλους τους οικισμούς, κατοικούμενους και μη, κατέγραψαν, ως είχαν, τα ονόματα
των χωριών με τον αριθμό των σπιτιών, με τα ονόματα των προς φορολόγηση κατοίκων
και με την φορολογήσιμη κατ’ είδος ύλη και συνέταξαν αναλυτικό Μητρώο
απογραφής, αντίγραφο του οποίου αποτελεί το κατάστιχο του 1500.
Στο κατάστιχο περιέχονται περί
τις 180 ονομασίες κωμοπόλεων, χωριών και οικισμών του νησιού, το οποίο φέρει το
όνομα Εύριπος (Egriboz) εκ του ομωνύμου πορθμού. Το νησί είναι διηρεμένο
διοικητικά σε ένα βιλαέτι της Καρύστου (Vilayet-i Karisto) και σε οκτώ δήμους
(Nahiye), με συνολικό αριθμό σπιτιών που δεν ξεπερνά τα 4.200, πράγμα που
μαρτυρεί την ολιγανθρωπία του νησιού, η οποία οφείλεται στους μακροχρόνιους
πολέμους και στις σφαγές εκ μέρους των Τούρκων που διέπραξαν προ και κατά την
άλωση του νησιού. Αδιάψευστος μάρτυρας της ολιγανθρωπίας είναι η καταγραφή 51
εγκαταλειμμένων οικισμών, από τους οποίους οι 34 ανήκουν στο βόρειο τμήμα του
νησιού και συγκεκριμένα στους δήμους Μαντουδίου, Ροβιών και Ωρεού.
Μεταξύ των εγκαταλειμμένων
οικισμών με αρόσιμες γαίες καταγράφεται το χωριωνύμιο Παπάδες (Papades), το
οποίο συμπίπτει με το σημερινό όνομα του χωριού και περί του οποίου δεν τίθεται
θέμα αμφισβήτησης ότι είναι βυζαντινός οικισμός. Εύλογα όμως προκύπτουν πολλά
ερωτηματικά, τα οποία ἀπαιτοῦν απαντήσεις: πότε κτίστηκε, πώς πήρε αυτό το
όνομα, υπήρχε μόνο ένας οικισμός ή ήταν σύνολο οικισμών, πότε εγκαταλείφθηκε
και γιατί, πότε κατοικήθηκε πάλι, κατοικήθηκε στον ίδιο χώρο, πώς διασώθηκε το
όνομα, αφού είχε ερειπωθεί;
Την έλλειψη γραπτών πηγών και
αρχαιολογικών ευρημάτων σε καμία περίπτωση δε μπορεί να αναπληρώσει εκ του
ασφαλούς ούτε κατ’ ελάχιστον η προφορική παράδοση, διότι ο χρόνος εξασθενεί τη
μνήμη των διαδοχικών γενεών, οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις αφαιρούν βασικά
στοιχεία της παράδοσης και προσθέτουν άλλα, επινοώντας αιτιολογικούς μύθους που
διαστρεβλώνουν την ιστορική πραγματικότητα. Για παράδειγμα, τα δύο βυζαντινά
χωριωνύμια Μέλαντες και Τράφος (<Τάφρος) αντιστοιχούντα στα σημερινά χωριά
Αμέλαντες και Στράφοι η προφορική παράδοση τα συνέδεσε το μεν πρώτο με το όνομα
ενός (ανύπαρκτου) τούρκου Αμέλ, το δε δεύτερο με το εκ της αραβικής επίρρημα
στράφι. Ωστόσο, η προφορική παράδοση των Παππαδιωτών είναι εναρμονισμένη με την
ιστορική αλήθεια για την προέλευση του χωριωνύμου, διότι ομιλεί σαφώς περί
υπάρξεως μοναστηρίου με πολλούς καλόγερους και παππάδες υποδεικνύοντας τον
χώρο, όχι όμως και τον χρόνο, ο οποίος δύσκολα εντοπίζεται και πάντοτε με
συνεξέταση του μοναστικού βίου που άνθισε κατά τη βυζαντινή περίοδο του
ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους και στο πλαίσιο της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Ήδη από τα πρώτα χρόνια της
κατίσχυσης της νέας θρησκείας και της καθιέρωσής της ως επισήμου θρησκείας της
βυζαντινής αυτοκρατορίας εμφανίστηκε η τάση προς μοναχικό βίο με τους
αναχωρητές, τους ασκητές, τους ρασοφόρους, τους μικρόσχημους και τους
μεγαλόσχημους. Η τάση αυτή έλαβε χαρακτήρα πανδημίας, θα λέγαμε, και κορυφώθηκε
στους μετέπειτα αιώνες, αλλά ανακόπηκε η ορμή προς τον μοναχικό βίο κατά τον
13ο αιώνα, χωρίς να σταματήσει εντελώς.
Η επιλογή του χώρου ίδρυσης και
λειτουργίας μοναστηριού βασιζόταν σε ένα βασικό κριτήριο, την ύπαρξη νερού,
τόσο για ύδρευση όσο και για την καλλιέργεια κηπευτικών και το πότισμα
οικόσιτων ζώων. Πράγματι, σύμφωνα με την τοπική παράδοση το μοναστήρι, κτισμένο
σε αναπεπταμένο χώρο, όπου βρίσκεται ο καθεδρικός ναός, ευήλιο και ευάερο,
ελάχιστα απείχε από την κεντρική πηγή του σημερινού χωριού. Ο χρόνος κτίσεως
του μοναστηριού μπορεί να τοποθετηθεί και προ της αλώσεως της Πόλεως από τους
Φράγκους (1204), όταν άκμαζε ο μοναστικός βίος. Το μοναστήρι με πολλούς
καλόγερους και παππάδες πρόκοψε και συνδέθηκε με τη ζωή των κατοίκων των γύρω
περιοχών, οι οποίοι ζούσαν εκτός μονής σε ένα, και μάλλον σε περισσότερους
οικισμούς, των οποίων τα ονόματα είναι άγνωστα, όπως η τοπική παράδοση το θέλει
και όπως επιβεβαιώνεται από τα υπάρχοντα διάσπαρτα λείψανα. Έτσι αποτέλεσε
σημείο αναφοράς για την καταγωγή των ντόπιων, που με περηφάνεια θα έλεγαν ότι
ζουν κοντά στους Παππάδες (εννοώντας το μοναστήρι).
Από το 1205, έτος κατάληψης της
Εύβοιας από τους Φράγκους, μέχρι την άλωσή της από τους Τούρκους, το νησί
ουδέποτε ανεκτήθη και ουδέποτε επανήλθε στους κόλπους της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Στα 265 χρόνια κατοχής της, κυρίως από τους Ενετούς, λόγω της στρατηγικής
θέσεως αποτέλεσε θέατρο συγκρούσεων και πολεμικών αναμετρήσεων μεταξύ των
Λομβαρδών, Ενετών, Γενουατών, Τούρκων. Το αποτέλεσμα ήταν τραγικό για το
ανθρώπινο δυναμικό, το οποίο υφίστατο συνεχώς λεηλασίες, πειρατικές επιδρομές,
εξορίες, διωγμούς, αιχμαλωσίες, φόνους. Περί το 1400 το νησί αριθμεί μόλις
14.000 ψυχές. Αυτός ο αριθμός ελαττώθηκε στις 5.000 το 1430 και παρά τον
ακολουθήσαντα εποικισμό Αρβανιτών το νησί φαίνεται αραιοκατοικημένο και σε
πολλά μέρη σχεδόν ακατοίκητο. Η κατάσταση επιδεινώθηκε τα τελευταία 17 χρόνια,
όταν εντάθησαν οι επιδρομές των Τούρκων πολιορκώντας από παντού το νησί. Το
καλοκαίρι του 1470 ο Εύριπος έπεσε στα χέρια του Μωάμεθ του πορθητή και το νησί
παρέμεινε στη δουλεία μέχρι το 1833. Επιγραμματικά θα μπορούσε κάποιος να πει
ότι ο ξολοθρεμός ήταν πραγματική γενεοκτονία και ιδιαίτερα για τους κατοίκους
της Χαλκίδας που αντιστάθηκαν πεισματωδώς στον Τούρκο πολιορκητή. Ο ιστορικός
Αδαμάντιος Αδαμαντίου περιγράφει γλαφυρότατα το αποτέλεσμα της κατάληψης «Ή
άλωσις της Χαλκίδος υπό των Τούρκων μετέβαλε μίαν από τας ωραιοτέρας ελληνικάς
πόλεις εις αληθές σφαγείο. Ο Μωάμεθ διέταξε πάσα ψυχή ζώσα να εξαλειφθεί και να
κοπή πας κάτοικος εις τεμάχια επί της γεφύρας. Δίψα αίματος είχε καταλάβει τον
πορθητήν και επί ημέρας ο Εύριπος εκύλιεν ύδατα κόκκινα. Τοιούτος υπήρξεν ο
αιματηρός πρόλογος της επί τρεις και ήμισυν αιώνας στυγερής κατοχής της Ευβοίας
υπό των Τούρκων».
Με βάση τα εκτεθέντα
δικαιολογείται επαρκώς η ολιγανθρωπία των κατοικουμένων χωριών κατά την
απογραφή του 1474, τα οποία αναφέρονται στο κατάστιχο. Από τους 124
κατοικουμένους οικισμούς οι 104, ήτοι το 83,97% του συνολικού αριθμού έχουν
αριθμό οικιών από 2 μέχρι 50 (27 από 2 μέχρι 10 σπίτια, 34 από 11 μέχρι 20, 23
από 21 μέχρι 30, 14 από 31 μέχρι 40 και 6 από 41 μέχρι 50 ). Δώδεκα χωριά, ήτοι
το 9,7%, έχουν αριθμό οικιών από 51 μέχρι 100 (4 από 51 μέχρι 60, 4 από 61
μέχρι 70, 1 με 81 και 3 από 91 μέχρι 100). Οι υπόλοιποι οκτώ οικισμοί, ήτοι το
6,4%, είναι μεγαλοχώρια με αριθμό οικιών άνω των 100 και κάτω των 250, όπως
ήταν η Κάρυστος με 244, το Μονόδρι με 197, η Καστέλλα με 159, η Λιχάδα με 145,
τα Κοίλα με 112, ο Ωρεός με 124, η Αιδηψός με 121 και το Μαντούδι με 102. Με
τους ίδιους προφανείς λόγους εξηγείται η εγκατάλειψη και η ερήμωση των 51
οικισμών του καταστίχου, μεταξύ των οποίων το μοναστήρι και ο οικισμός ή οι
οικισμοί των Παππάδων, χωρίς βέβαια να είναι δυνατό να προσδιορισθεί ο ακριβής
χρόνος, που υπολογίζεται στην τελευταία εικοσαετία από την άλωση της Πόλης.
3. ΠΕΡΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ ΤΟΥ
ΧΩΡΙΩΝΥΜΙΟΥ ΠΑΠΠΑΔΕΣ
Τα πάνω από 350 χρόνια σκλαβιάς
της Εύβοιας είναι εν πολλοίς σκοτεινά, διότι οι γραπτές μαρτυρίες είναι
μηδαμινές ή ελάχιστες και ιδιαίτερα για μικρούς οικισμούς. Πότε κατοικήθηκαν εκ
νέου οι Παππάδες παραμένει άγνωστο, όπως άγνωστοι παραμένουν και οι νέοι
οικιστές. Λαμβάνοντας υπόψη τα προνόμια που εκχωρήθηκαν στο Πατριαρχείο ίσως το
μοναστήρι δεν καταστράφηκε, αλλά εγκαταλείφθηκε αργότερα από έλλειψη μοναχών.
Αν αυτό αληθεύει, τότε θα πρέπει ο παλαιός οικισμός του χωριού να κατοικήθηκε
εκ νέου από εσωτερικούς μετανάστες.
Η πρώτη μαρτυρία για την ύπαρξη
των Παππάδων παρέχεται από τον Ν. Καλογερόπουλο προ της ενσωμάτωσης της Εύβοιας
στο νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος. Σε έγγραφό του συντεταγμένο στις 3 Σεπτεμβρίου
1830 είναι συνημμένος πίνακας με τον τίτλο «Καταγραφή της νήσου Ευβοίας και των
κατοίκων αυτής», όπου το χωριό γράφεται μαζί με 7 χωριά «Τζαπορνιά, Ελληνικά,
Κουτζιά, Βασιλικό, Παπάδες, Βλαχιά, Πύλη» με 60 οικογένειες συνολικά (Ηλίας
Παπαθανασόπουλος, «Ανέκδοτα έγγραφα περί των τουρκικών κτημάτων και της
προσαρτήσεως της Εύβοιας», ΑΕΜ, ΙΖ, 1971, σελ., 337).
Στην εργασία του Ναπολ. Εμμ.
Ξανθούλη «Σύσταση και εξέλιξη του νομού Ευβοίας και των δήμων και των
κοινοτήτων αυτού», (ΑΕΜ, ΙΖ, 1971), στη σελίδα 422 το χωριωνύμιο γράφεται
«Παπάδες», στη σελίδα 429 «Παπάδαις» και στη σελίδα 431 δύο φορές «Παπάδες».
Στο δεύτερο μέρος της ίδιας εργασίας, (ΑΕΜ, ΙΗ, 1972). στη σελίδα 114 γράφονται
αυτολεξεί τα εξής «45. Παππάδων. 415. Ανεγνωρίσθη δια Β.Δ. της 11-8-1912 Φ.Ε.Κ.
Α. 245/1912, προελθούσα εκ του τέως δήμου Νηλέως. Διά της απογραφής του 1940
καθωρίσθη ως ορθή γραφή οι Παππάδες (περισπώμενο), αντί της πρότερον Παππάδες
(οξυτονούμενο). Το όνομα οφείλεται εις το εκκλησιαστικό όνομα Παππάς
(περισπώμενο), Χρυσ. Θέμελη ένθα ανωτ. σ. 385». Ο μακαριστός Μητροπολίτης
Μεσσηνίας Χρυσόστομος Θέμελης στην εργασία του «Περί Ιστιαίας-Ξηροχωρίου» (ΑΕΜ,
ΙΣΤ, 1970) στη σελίδα 385 γράφει Παππάδες (με περισπωμένη).
Στην εργασία του Γεωργίου Κων.
Δήμου-Αφέντρα, «Το αγροτικόν ζήτημα εις την Βόρειον Εύβοιαν», (ΑΕΜ, ΙΒ, 1965)
στη σελίδα 346 γράφεται «Παπάδες» (οξυτονούμενο) και στη σελίδα 351 «Παππάδες»
(επίσης οξυτονούμενο).
Στην είσοδο του χωριού και δεξιά
του δρόμου από την Αγία Άννα υπάρχει σήμερα στημένη μεταλλική πινακίδα
(προειδοποιητική), επί της οποίας γράφεται «Παπάδες» (περισπώμενο), αντί του
ορθού Παππάδες (περισπώμενο), όπως αποφάνθηκε ο γλωσσολόγος Γ. Χατζηδάκις και
όπως καθορίστηκε με την απογραφή του 1940.
Στα παλαιά επίσημα βιβλία και
έγγραφα της Κοινότητας, το όνομα του χωριού γράφεται «Παππάδες» (περισπώμενο),
ενώ, όταν έγινε Δ.Δ. Παπάδων, γράφεται με ένα π και οξεία. Τώρα πλέον σε όλα τα
έγγραφα του Δήμου γράφεται «Παπάδες» (οξυτονούμενο). Στα έγγραφα του Πολ.
Συλλόγου και της ποδοσφαιρικής ομάδας γράφεται «Παπάδες» (οξυτονούμενο).
Από το χωριωνύμιο Παππάδες
παρήχθησαν τα εθνικά Παπ(π)αδιώτης, Παπ(π)αδιώτισσα, τα οποία δηλώνουν τον
κάτοικο, ή τον καταγόμενο από αυτό το χωριό, όπως δείχνει και το εισέτι εν
χρήσει επιθετωνύμιο Παπ(π)αδιώτης στην περιοχή Ιστιαίας. Παρήχθη επίσης το
κτητικό τριγενές και τρικατάληκτο επίθετο Παπ(π)αδιώτικος, η, ο, το οποίο
σημαίνει την περιοχή ή και μέρος αυτής και ό,τι ανήκει στην Κοινότητα των
Παππάδων (αυτός ο πεύκος είναι παπ(π)αδιώτικος, αυτή η γελάδα είναι
παπ(π)αδιώτικη, αυτό το μέρος είναι παπ(π)αδιώτικο).
Ανατρέχοντας σε Εγκυκλοπαιδείες
και Εγκυκλοπαιδικά Λεξικά σταχυολογήσαμε τα εξής:
α). Στο εξάτομο μετά
συμπληρώματος Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν, το οποίο συντάχθηκε με επιμέλεια του Ν.
Γ. Πολίτου και εκδόθηκε από τα έτη 1889 μέχρι και το 1905, και συγκεκριμένα
στον Ε τόμο στη σελίδα 740 γράφονται τα εξής «Παπάδες (οξυτονούμενο). Χωρ. της
Ευβοίας. υπαγόμενον εις τον δήμ. Νηλέων, 2 ώρ. Β της Αγίας Άννης. Κάτ. 294».
Προφανώς οι συντάκτες έλαβαν υπόψη τους την απογραφή του 1889.
β). Στην εικοσιτετράτομη Μεγάλη
Ελληνική Εγκυκλοπαιδεία του Παύλου Δρανδάκη (1929) μετά συμπληρώματος τεσσάρων
τόμων (1960;) και συγκεκριμένα στον τόμο ΙΘ και στη σελίδα 584 γράφονται τα
εξής: «Παππάδες (οξυτονούμενο). Χωρίον της επαρχίας Χαλκίδος του νομού Ευβοίας,
έδρα ομωνύμου κοινότητος. Κάτ. (1928) 344 και μετά του εις την κοινότητα
υπαγομένου χωρίου Ξηροπόταμος 385. Έχει ταχυδρομικόν γραφείον και δημοτικόν
σχολείον». Στον τέταρτο τόμο του συμπληρώματος και συγκεκριμένα στη σελίδα 112
γράφονται «Παπάδες (περισπώμενο). Χωρ. της επ. Χαλκίδος, του νομού Ευβοίας.
Έδρα κοιν. Κατ.448». Η απογραφή είναι του 1951.
γ). Στον 19ο τόμο του
εικοσιτετράτομου έργου «Σύγχρονος Εγκυκλοπαιδεία Ελευθερουδάκη» (1970;) και στη
σελίδα 418 γράφονται «Παπάδες (περισπώμενο). Έδρα κοιν. της επ. Χαλκίδος, του
νομού Ευβοίας . Κάτ. 344. Η κοινότ. περιλαμβάνει και τον συνοικισμόν
Ξηροπόταμον. Ο αριθμός των
κατοίκων συμπίπτει με εκείνη του 1928.
δ). Στο Δημογραφικόν Παράρτημα
της ίδιας Εγκυκλοπαιδείας γράφονται «Παππάδες (περισπώμενο). Χ., έδρα ομών
κοιν.επ. Χαλκίδος ν. Ευβοίας. Κάτ. 415». Η απογραφή είναι του 1971.
(Ἡ προσήμανση ἰσχύει καὶ τὰ ἑπόμενα)
Γ΄. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΒΙΟΣ
1. Τα προ και τα κατά την απελευθέρωση – το αγροτικό
πρόβλημα:
Ο Νικόλαος Καλογερόπουλος σε
έγγραφό του προς τη διοίκηση με ημερομηνία 3 Σεπτεμβρίου 1830 γράφει τα εξής
(στο τέλος του εγγράφου) » Η Νήσος, ως προς την έκτασίν της, σχεδόν έρημος,
επειδή μόλις έχει 3780 οικογένειες και με τους φυγάδες το πολύ 4500, ενώ
ημπορεί να θρέψει καλά 500.000 ψυχάς. Έχει 170 περίπου χωρία, κατά τον
επισυναπτόμενον κατάλογον, αραιώς κατοικημένα. Έχει και πολλά διόλου έρημα. Εις
την πόλιν της Ευβοίας, μόλις ευρίσκονται 50-60 οικογένειαι Χριστιανικαί,
ασήμαντοι και σχεδόν όλοι ακτήμονες. Η ηθική κατάστασις τους, ολίγον διαφέρει
από εκείνην των Τούρκων, με τους οποίους συνανεστράφησαν και είναι σχεδόν όλοι
αγράμματοι». (Ηλίας Παπαθανασόπουλος «Ανέκδοτα έγγραφα περί των Τουρκικών
κτημάτων και της προσαρτήσεως της Ευβοίας», ΑΕΜ, ΙΖ (1971), σελ., 313-412).
Στο διάστημα των 31 μηνών μέχρι
την απελευθέρωση του νησιού η οικονομική κατάσταση όχι μόνο δεν άλλαξε προς το
καλλίτερο, αλλά επιδεινώθηκε. Οι Τούρκοι Σπαχήδες επέβαλαν και εισέπρατταν
βαρυτάτους φόρους καταδεινα-στεύοντας τους κατοίκους, απαιτούσαν υπέρογκα ποσά
για την πώληση κτημάτων, πουλούσαν τα κτήματα σε ξένους και σε Έλληνες του
εξωτερικού, χωρίς να ερωτώνται οι κάτοικοι του νησιού, οι πραγματικοί
ιδιοκτήτες. Έτσι οι δύστυχοι κάτοικοι μεταβάλλονταν σε κολήγους και η ζωή τους
λίγο διέφερε από εκείνη του σκλάβου, παρόλο που είχαν αποκτήσει εθνική
ελευθερία. Το ίδιο συνέβη και με τους άμοιρους Παππαδιώτες, όπως γράφει ο
αείμνηστος δάσκαλος Γεώργιος Κ. Δήμου–Αφέντρας. «Το χωρίον Παπάδες ήτο από τα
πλουσιώτερα χωρία της περιφερείας μας επί τουρκοκρατίας. Είχεν απέραντα δάση
δρυών, καστανεών, πεύκης, αριών και παντός είδους δασικής χλωρίδος. Είχε
πλουσίαν κτηνοτροφίαν και μελισσοκομίαν. Ίσως να μην είχε υποστή και πειρατικήν
επιδρομήν, διότι εις την περιφέρειάν του δεν υπάρχουν ερείπια συνοικισμού. Το
χωρίον το κατείχεν ο ίδιος που κατείχε και τα χωρία Πύλη και ελέγετο
Μπαρμπούτης. Αυτός όμως απέθανε χωρίς ν΄αφήση κληρονόμους και κατά το
Οθωμανικόν δίκαιον το χωρίον περιήλθεν εις τον Σουλτάνον και μετά την
απελευθέρωσιν εις το Ελληνικόν Δημόσιον. Μετά την απελευθέρωσιν η επί των
Οθωμανικών κτημάτων επιτροπή της επαρχίας Χαλκίδος και ο γενικός Έφορος
Χαλκίδος ανέθεσαν εις τον τότε δήμαρχον Κηρονηλέων Μιχ. Μαρίνην να εξετάση τα
περί των χωρίων Παπάδες και Πύλη. Ο Μιχαήλ Μαρίνης εκάλεσεν εκ του χωρίου
τούτου τρείς γέροντας: 1) τον Δημήτριον Μαστρονικολού ετών τότε 55, 2) τον
Νικόλαον Ιωάννου ετών τότε 65 και 3) τον Νικόλαον Ζερβογιάννην ετών τότε 55, οι
οποίοι εξετασθέντες κατέθεσαν τα εξής: “Πρό της επαναστάσεως το χωρίον μας τούτο
έδιδε κισίμι διακόσια κιλά σίτου και εντός αυτής, αφού επροσκυνήσαμε κατά το
1824 έτος επληρώσαμε το ίδιο κισίμι πρώτον εις τον Χατζή Ισμαήλ μπέη έναν
χρόνον, έπειτα εις τον Ομέρ πασά έως εις την εποχήν καθ’ ην έφυγαν οι Τούρκοι
από την Εύβοιαν”. Eρώτ.
Ποίοι εξουσίαζον το χωρίον προ της Επαναστάσεως ; Απόκρ. Προ της επαναστάσεως
ηκούσαμεν από τους πατέρες μας ότι το χωρίον μας το εξουσίαζε κάποιος Ιμπραήμ
Κεχαγιάς. Έπειτα επέρασεν εις χείρας του Οσμάν αγά, δεν γνωρίζομεν τι
συγγένειαν είχον με τον Οσμάν αγά και ύστερον επέρασε εις τον Μπαρμπούτη, ο
οποίος ήτο τρελλός και καθώς απέθανεν αυτός ήλθεν από την Χαλκίδα κάποιος
Χοτζακιάνης, απεσταλμένος του Σουλτάνου, όστις έλαβε το χωρίον εις την εξουσίαν
του καθώς και όσα άλλα χωριά ώριζεν ο Μπαρμπούτης, όστις, επειδή δεν είχε
κληρονόμους , τα άφησεν εις τον Σουλτάνον με επίτροπον τον Αχμέτ Κεχαγιά, όστις
εισέπραττε τα έσοδα, και μέχρι της αφίξεως του Ελληνικού στρατού εις την νήσον
τα εισέπραττεν ο Ομέρ πασάς».
Κατά την παραλαβήν του χωρίου υπό
του Γενικού Εφόρου Ευβοίας κατεγράφησαν καλλιεργήσιμα δύο χιλιάδες στρέμματα
και εντός του χωρίου εξ συκιές, ένδεκα μουριές και έξ τζανεριές. Κατά μίαν
παράδοσιν εις το χωρίον αυτό υπήρχε κάποτε μοναστήριον με πολλούς παπάδες, εξ
ων έλαβε και το όνομα. Η περιφέρεια του χωρίου εκτείνεται μέχρι της παραλίας
του Ξηροποτάμου προς το Αιγαίον, όπου υπήρχαν μεταλλεία λευκολίθου αρίστης
ποιότητος, τα οποία αργούν τώρα.
Μετά την απελευθέρωσιν προύχοντας
του χωρίου φαίνεται ο Νικόλαος Ι. Μαλαντάρας, ο οποίος όταν συνεστήθη ο δήμος
Κηρονηλέων διωρίσθη το 1837 πρώτος δημαρχιακός πάρεδρος και κατόπιν ένορκος.
Μετά την κατάργησιν του Δήμου Νηλέως το χωρίον απετέλεσεν ιδίαν κοινότητα, αλλά
και αυτή μόλις συντηρείται, γιατί δεν είχε πόρους. Έχει δημοτικόν σχολείον,
ιδρυθέν το 1904. Προ αυτού είχε γραμματείον. Οι πρώτοι διδασκαλοι του χωριού
ήταν ο Δ.Θεοδωράκης και ο Παππάς Κεχαγιόγλου. Μέσω του χωρίου αυτού διέρχεται η
δημοσία οδός Χαλκίδος – Προκοπίου – Μαντουδίου – Αγίας Άννης, Ιστιαίας –
Αιδηψού».
2. Η οριστική λύση του αγροτικού προβλήματος. -χρόνος,
τρόπος, μέτρηση της περιφερείας σε στρέμματα, τίτλοι ιδιοκτησίας, τα δάση.
Η περιφέρεια των Παππάδων έχει
έκταση 35 τετραγωνικά χιλιόμετρα, το μεγαλύτερο μέρος αποτελείται από δάση. Το
δάσος των πεύκων καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος, λίγα έλατα, αρκετό μέρος
ευβοϊκή δρυς, κουμαριές, αριές, και γενικά πλουσιότατη χλωρίδα. Το δάσος ανήκει
στο Δημόσιο κατά τα 2/3 και το υπόλοιπο είναι ιδιοκτησίες, που έχουν
παραχωρηθεί από το Υπουργείο Οικονομικών με τίτλους ιδιοκτησίας, με συμβολικό
τίμημα, πριν από αρκετές δεκαετίες.
3. Ο χαρακτήρας του οικονομικού βίου των Παππαδιωτών.
Η κοινωνία των Παππάδων φέρει όλα
τα τυπικά και ουσιαστικά χαρακτηριστικά μιας Ελληνικής αγροτοκτηνοτροφικής
κοινωνίας, της οποίας υπέρτατος σκοπός για κάθε οικογένεια είναι η κατά το
δυνατό εξασφάλιση οικονομικής αυτάρκειας, τούτο το ιδανικό της αρχαίας
πόλεως-κράτους. Το χωριό είναι χτισμένο γύρω από δύο βρύσες με σπίτια
πλιθόχτιστα και με την πάροδο του χρόνου πετρόχτιστα, ισόγεια ή δυώροφα , όπου
διαμένει μία πολυμελής κατά το πλείστον οικογένεια. Το σπίτι είναι προορισμένο
και για τη φιλοξενία κατοικιδίων ζώων (στο κατώι). Κάθε οικογένεια κατέχει
μικρό ή μεγάλο κλήρο γης, διαθέτει βοοειδή και ιπποειδή, εκτρέφει ορνιθοειδή,
αιγοπρόβατα ως κατοικίδια (μανάρια) και ένα χοίρο, εκτρέφει επίσης μικρό ή
μεγάλο ποίμνιο αιγοπροβάτων ελευθέρας βοσκής, μπορεί να διαθέτει δύο με τρεις
(ή και περισσότερες ) κυψέλες μελισσών και τέλος εκμεταλλεύεται τα πεύκα και
τον λοιπό δασικό πλούτο.
Η καλλιέργεια των αγροκτημάτων
μέχρι και τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950 γινόταν με τα παραδοσιακά
μέσα: με το ξυλάλετρο (το Ησιόδειο άροτρο) και τα πάσης φύσεως εξαρτήματά του
(ζυγό, ζεύλες, ζυγόλουρο, φίμωτρο, βουκέντρα), με τα βοοειδή ή τα ιπποειδή, με
το τσαπί. Με τη χρήση του σιδερένιου αρότρου και του γεωργικού ανελκυστήρα
διευκολύνθηκε τόσο το όργωμα όσο και η σπορά. Με τον παραδοσιακό τρόπο και τα
ίδια μέσα γινόταν και ο αλωνισμός (ροκάνες), μέχρι τη χρήση της αλωνιστικής
μηχανής και αργότερα της θεριζοαλωνιστικής (κομπίνας).
Οι καλλιέργειες, φθινοπωρινές και
εαρινές, συνίσταντο στην σπορά σίτου, αραβοσίτου, βρόμης, κριθής, ρόβης,
λαθουριού, βίκου, οσπρίων (φασολιών, φακής, ρεβιθιών, κουκιών) και κηπευτικών
(ντομάτας, κολοκυθιάς, αγγουριάς, και άλλων). Με το σιτάρι εξασφαλιζόταν ο
επιούσιος, όπως και με τον αραβόσιτο (μπομπότα), με το ρόβι τροφή για τα βόδια
και με τα σανά (βρόμη, κριθή, λαθούρι, βίκο) και τα άχυρα τροφή για όλα σχεδόν
τα ζωντανά. Τα υπόλοιπα ήσαν απαραίτητες για τροφές για την οικογένεια.
Με την κτηνοτροφία, οικιακή και
ελευθέρας βοσκής, εξασφαλίζονται το κρέας, το τυρί και το μαλλί (για
εριουργία), ενώ με την πτηνοτροφία κρέας και αβγά. Η εκτροφή χοίρου πρόσφερε
επίσης κρέας κατά το χειμώνα (παρασκευαζόταν και πασπαλάς) και (μαγειρικό) λίπος.
Η μικρής έκτασης μελισσοκομία παρείχε το πολυπόθητο μέλι και το κερί. Τα πεύκα
παρείχαν ένα ακόμη συμπληρωματικό εισόδημα στον οικογενειακό προϋπολογισμό με
την πώληση της ρητίνης, ενώ η ξύλευση εξασφάλιζε τη θέρμανση, το μαγείρεμα και
το φούρνισμα.
Κλείνοντας την παράγραφο αυτή θα
πρέπει να κάνουμε αναφορά στην καλλιέργεια δένδρων (καρποφόρων και οπωροφόρων).
Συστηματικοί οπωρώνες δεν υπήρχαν παλαιότερα σήμερα υπάρχουν μερικοί, όπως
κερασιάς και καστανιάς. Κάθε νοικοκύρης φύτευε περιορισμένο αριθμό δέντρα και
φρόντιζε, όπως συκιές, αχλαδιές, μηλιές, κυδωνιές, ροδιές, προκειμένου η
οικογένεια να γεύεται τους καρπούς νωπούς. Μόνο τα σύκα καταναλώνονταν και ξερά
(λιασμένα και ζεματισμένα σε νερό βρασμένο με φύλλα αρωματικών φυτών: μυρτιάς,
ρίγανης, καρυδιάς, κ.λ.π.). Με
τα ξηρά σύκα παρασκεύαζαν τις περίφημες συκομαϊδες.
Περισσότερο συστηματική ήταν και
είναι η καλλιέργεια και η φροντίδα της ελιάς για εξασφάλιση τόσο βρώσιμης ελιάς
όσο και λαδιού για οικιακή μόνο χρήση και όχι για εμπόριο. Τα αμπέλια όμως είχαν
και έχουν τη δική τους θέση, σχεδόν καθολική για κάθε οικογένεια. Ένα αμπέλι,
εκτάσεως μισού στρέματος κατά μέσο όρο, εξασφαλίζει τόσο τα σταφύλια για νωπή
κατανάλωση όσο και για παραγωγή κρασιού, το οποίο δε λείπει από κανένα φτωχικό
ή πλούσιο τραπέζι.\
4. Τα
μεταλλεία των Παππάδων.
Η εκμετάλλευση των μεταλλείων
άρχισε το 1916-17, συνεχίστηκε το 1925 και εντατικά πλέον μετά το 1955. Κύριο
μετάλλευμα ήταν ο λευκόλιθος και λίγο πετροκάρβουνο. Υπήρξαν εποχές έξαρσης της
εκμετάλλευσης και τότε συνδέθηκε η οικονομική ανάπτυξη του χωριού με αυτή των
εταιρειών εκμετάλλευσης των μεταλλείων. Έδρα των δραστηριοτήτων υπήρξε ο
Ξηροπόταμος, ο οποίος έγινε και επίσημα συνοικισμός των Παππάδων με 40 περίπου
κατοίκους, σιδηροδρόμους μεταφοράς των μεταλλείων, φούρνους και σκάλες για
φόρτωση του μεταλλεύματος στα πλοία. Η εκμετάλλευση των μεταλλείων σταμάτησε τη
δεκαετία του 80, λόγω των διεθνών αγορών και άλλων πολλών παραγόντων, μέχρι
σήμερα δε είναι σε αδράνεια.
Τὸ ἀκόλουθο κείμενο (ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ)
εἶναι πλῆρες, ἀκριβὲς καὶ ὀρθό)
Δ. ΤΟΠΩΝΥΜΙΚΟ ΤΩΝ ΠΑΠΑΔΩΝ
Π Ρ Ο Λ Ε Γ Ο Μ Ε Ν Α
Τοπωνυμία ή τοπωνύμιο καλείται το
όνομα πόλεως, κώμης, χωριού, οικισμού και συνοικισμού και κάθε όνομα, με το
οποίο δηλώνεται συγκεκριμένος τόπος μικρής ή μεγάλης έκτασης. Το σύνολο των
τοπωνυμίων μιας περιοχής αποδίδεται με τον όρο «Τοπωνυμικό».
Οι τοπωνυμίες είναι ένας
γεωγραφικός χάρτης τυπωμένος στο μυαλό των κατοίκων μιας συγκεκριμένης
κοινότητας, οι οποίοι εξ απαλών ονύχων μέχρι το βαθύ γήρας ασκούν ποικίλες
δραστηριότητες σ΄όλο το μήκος και το πλάτος του τόπου που κατέχουν και
εκμεταλλεύονται. Κάθε μικρός ή μεγάλος χώρος αποκτά ιδιαίτερο όνομα ανάλογο με
το φυσικό διαμορφωμένο περιβάλλον (έδαφος, υπέδαφος, χρώμα εδάφους, βουνά,
λόφοι, ράχες, κοιλώματα, βράχια, ρεματιές, ακτές), με το τεχνικά διαμορφωμένο
περιβάλλον (γέφυρες, δρόμοι, πλατείες), με τις πηγές και τα ρέοντα ύδατα
(ποτάμια, ρυάκια, βρύσες, κρήνες, βάλτοι, λίμνες, θάλασσα), με την αυτοφυή και
καλλιεργούμενη χλωρίδα, με τα ενδιαιτώμενα και συχνάζοντα ήμερα και άγρια ζώα,
με τους οικιστές και κτήτορες που κατά καιρούς έζησαν και έδρασαν σε ένα τόπο,
με τα δημιουργήματά τους (παντός είδους πρόχειρες ή κατασκευές και κτίσματα)
και με ιστορικά γεγονότα τοπικής ή εθνικής σημασίας. Όλα αυτά δίνουν λαβή στη
δημιουργία ιδιαιτέρων ονομάτων, με τα οποία οριοθετείται μικρή ή μεγάλη
περιοχή. Συνεπώς, κάθε τοπωνυμία είναι ένας αλάθητος κώδικας επικοινωνίας
μεταξύ των κατοίκων της κοινότητας, διότι δηλώνει τον τόπο, όπου κάποιος
βρίσκεται ή εργάζεται, τον τόπο, προς τον οποίο κατευθύνεται και φτάνει, και
τον τόπο, από τον οποίο απέρχεται προς άλλο μέρος ή επιστρέφει στο σπίτι του.
Γι΄αυτό το λόγο κάθε τοπωνυμία τίθεται πάντοτε εμπρόθετη προς δήλωση της
στάσης, της κατεύθυνσης ή του τέρματος και της αφετηρίας.
Το υλικό των τοπωνυμιώνν είναι
ίσως το μόνο ζωντανό στοιχείο της λαϊκής μας παράδοσης και έχει ιδιαίτερη
επιστημονική αξία, διότι αυτές συγκεντρώνουν βασικά χαρακτηριστικά του βίου
μιας μικρής ή μεγάλης κοινότητας ανθρώπων, οι οποίοι δραστηριοποιούνται σε
ορισμένο και συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο μέσα από τη διαδοχή των γενεών. Στο
τοπωνυμικό είναι συμπυκνωμένο ένα περισπού-δαστο γλωσσικό, λαογραφικό,
αρχαιολογικό, γεωγραφικό, γεωλογικό, υδρολογικό, ζωολογικό και ανθρωπολογικό
υλικό, με μοναδική ιστορική αξία σε τοπικό και εθνικό επίπεδο, γιατί αυτή η
ιστορία είναι θρεμμένη από τους επίμοχθους αγώνες, τους οποίους καταβάλλει ο
άνθρωπος ως εργάτης της γης και ως ποιμένας, και από τον ιδρώτα, με τον οποίο
ποτίζει «την ζείδωρον άρουραν», με απώτερο σκοπό να φτάσει στα όρια, αν όχι να
κατακτήσει την περιπόθητη αυτάρκεια. Το τοπωνυμικό των Παππάδων καταρτίστηκε :
1) Από την σχεδόν πλήρη συλλογή του Κώστα Γεωργίου, την οποία παρουσίασε σε
αλφαβητική σειρά. Ο καλός φίλος και εκ των επιμελεστέρων συμμαθητών μου Κώστας
με κάλεσε να προσφέρω τις γνώσεις μου ως ειδικός και την εμπειρία μου, διότι
έχω δημοσιεύσει στο Αρχείο Ευβοϊκών Μελετών δύο τοπωνυμικές εργασίες των
Αμελάντων και της Κερασιάς και έχω έτοιμες προς δημοσίευση τοπωνυμικές συλλογές
των υπολοίπων χωριών του τέως Δήμου Νηλέως. 2) Από τη δική μου συλλογή, η οποία
περιλαμβάνει τοπωνύμια όλων των χωριών και των οικισμών του Δήμου Νηλέως. Η
συλλογή αυτή στηρίχθηκε αρχικά στην εργασία του Δημήτρη Δεμερτζή «Συλλογή
τοπωνυμίων της Νήσου Ευβοίας» ΑΕΜ, ΙΑ, 1964, στην οποία περιέχονται και των
Παππάδων (σελ., 211). Η συλλογή του Δημ. Δεμερτζή δεν έχει πληρότητα ούτε
βέβαια ακρίβεια, διότι για τους Παππάδες καταγράφονται περίπου 60, ήτοι μόλις
το 1/4 του συνολικού αριθμού, ωστόσο διατηρεί την ιστορική της αξία ως πρώτη
δημοσιευθείσα. Αυτή η συλλογή εμπλουτίστηκε με τις μαρτυρίες και τις απόψεις
πολλών Παππαδιωτών και ιδιαίτερα του Κώστα Αρβανίτη, στους οποίους οφείλω να
εκφράσω τις ευχαριστίες μου. Έτσι συμπληρώθηκε με δικές μου προσθήκες και
ταυτοποιήθηκε η συλλογή του Κώστα Γεωργίου, της οποίας ο συνολικός αριθμός
είναι εκπληκτικός, διότι εγγίζει τα 250, με την αμφιβολία ότι ίσως λείπουν
μερικά ακόμη, τα οποία μόλις επιβεβαιωθούν, θα προστεθούν στις οικείες στήλες.
Το τοπωνυμικό χωρίστηκε τεχνικά
σε δύο ευδιάκριτα μέρη. Το πρώτο περιλαμβάνει όλα τα τοπωνύμια αριθμημένα
κατ΄απόλυτο αλφαβητική σειρά με προσθήκη ενός κεφαλαίου γράμματος και δεξιά του
ένα αριθμό. Το κεφαλαίο γράμμα δηλώνει την ειδολογική κατηγορία . Π.χ., Δ7= το
Δ δηλώνει την κατηγορία και ο 7 τη θέση που κατέχει στην κατηγορία. Το δεύτερο
μέρος περιλαμβάνει δέκα ειδολογικές κατηγορίες ανάλογα με τη γενουσιουργό αιτία
κάθε τοπωνυμίας. Σε κάθε μία ειδική κατηγορία καταγράφονται τα τοπωνύμια
κατ΄απόλυτο αλφαβητική σειρά στην ονομαστική ή στη γενική πτώση. Ακολουθεί
εντός παρενθέσεως η τοπωνυμία γραμμένη εμπρόθετη στη ντοπιολαλιά, ώστε να
δηλώνεται η στάση σε τόπο. Για την ακριβέστερη φωνητική αναπαράσταση κάθε
προφορικού λόγου, επισημαίνοντας ότι το άτονο ι μετά τα σύμφωνα κ, λ, ν, και χ
δεν προφέρεται, όπως το τονιζόμενο, αλλά ακούεται πάντως ελαφρά, και έχοντας
υπόψη τη βασική αρχή » η γλώσσα πρέπει να σπουδάζεται στο στόμα των
ομιλούντων». Η τοπωνυμία συμπληρώνεται με ποικίλα σχόλια (γλωσσικά, λαογραφικά,
ιστορικά και άλλα) και με το γεωγραφικό προσανατολισμό της κάθε μιας. Για τα
τοπωνύμια του της συλλογής του Δημ. Δεμερτζή γίνεται μνεία σε κάθε ταυτόσημο
λήμμα.
Προς τον σκοπό της πλήρους και
ακριβούς καταγραφής των τοπωνυμίων του χωριού καλούνται όλοι οι Παππαδιώτες να
σταθούν πρόθυμοι αρωγοί στην προσπάθεια του Κώστα Γεωργίου, επισημαίνοντας την
ορθότητα η μη των καταγεγραμμένων και τα τυχόν λάθη ή σφάλματα στους
σχολιασμούς (ουδείς και ουδέν τέλειον), προσθέτοντας τυχόν παραλειφθέντα
τοπωνύμια και εμπλουτίζοντας κάθε λήμμα, όπου μπορούν, με δικά τους επώνυμα
σχόλια.
Στο πρόσφατο παρελθόν
μετονομάστηκε ένα πλήθος θέσεων στην Εύβοια, μεταξύ των οποίων και μία των
Παππάδων, με βάση: 1) το Β.Δ. 669 της 30-9/21-10-1969 (ΦΕΚ Α.208) «περί
μετονομασίας κοινοτήτων, συνοικιών και θέσεων», 2) το Β.Δ. 153 της 15-1/16-3-71
(Α.53) «περί μετονομασίας θέσεων» και 3) το Β.Δ. 511 της 13/31-7-1971 (Α. 153)
«περί ονομασίας, μετονομασίας συνοικισμών κ.λ.π.». Όλες αυτές οι μετονομασίες
δεν αλλάζουν την ιστορία της Ελλάδας, η οποία κατακτήθηκε από Ρωμαίους,
Φράγκους και Τούρκους και γνώρισε εποικισμούς από ομάδες άλλων λαών. Απεναντίας
θα πρέπει να προβάλλεται και το επιχείρημα ότι επιβάλλεται να διατηρείται η
αλλόγλωσσος ονομασία ή εσφαλμένη εκφορά, για να υπενθυμίζει στις επερχόμενες
γενεές την ιστορία των τόπων και να σφυρηλατείται καλύτερα το εθνικό φρόνημα»
(Ναπολ. Ξανθούλης «Σύστασις και εξέλιξις του Νομού Ευβοίας», ΑΕΜ, ΙΗ΄, 1971,
σελ., 126).
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Κάθε τοπωνύμιο που
περιέχεται στη συλλογή του Δημ. Δεμερτζή γράφεται στο τέλος του αντιστοίχου
λήμματος της παρούσης εργασίας με αστερίσκο στα δεξιά του τοπωνυμίου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. AEGIDIUS FORCELLINI, LEXICON TOTIUS
LATINITATIS, PATAVIO, 1940.
2. ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ν. ΧΑΤΖΗΔΑΚΙΣ,
ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, ΑΘΗΝΑΙ, 1967.
3. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΔΕΜΕΡΤΖΗΣ, «ΣΥΛΛΟΓΗ
ΤΟΠΩΝΥΜΙΩΝ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΕΥΒΟΙΑΣ», ΑΕΜ, ΙΑ (1964), ΣΕΛ., 174-225.
4. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΒΒΑΔΑΣ,
ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟΝ ΒΟΤΑΝΙΚΟΝ-ΦΥΤΟΛΟΓΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ, ΤΟΜΟΙ Α-Θ, ΑΘΗΝΑΙ, (1956).
5. ΕΜΜ. ΚΡΙΑΡΑΣ, ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟ
ΛΕΞΙΚΟ, ΑΘΗΝΑ, 2003.
6.
ΕΥΑΝΘΙΑ-ΔΟΥΓΑ-ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ-ΧΡΗΣΤΟΣ ΤΖΙΤΖΙΛΗΣ, «ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ ΤΗΣ ΟΡΕΙΝΗΣ
ΠΙΕΡΙΑΣ», ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 2006.
7. ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ,
ΛΑΤΙΝΟΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ, ΑΘΗΝΑΙ, 1899.
8. HENRY G. LIDDELL-ROBERT SCOTT, ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, ΤΟΜΟΙ Α-Δ, ΑΘΗΝΑΙ.
9. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΧΕΛΝΤΡΑΪΧ, ΛΕΞΙΚΟ ΤΩΝ
ΔΗΜΩΔΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΦΥΤΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ, ΑΘΗΝΑ, 1980.
10. ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΤΑΜΑΤΑΚΟΣ, ΛΕΞΙΚΟΝ
ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, ΤΟΜΟΙ Α-Γ, ΑΘΗΝΑΙ, 1971.
11. ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ,
ΑΡΧΑΙΑΣ-ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ-ΝΕΑΣ, ΤΟΜΟΙ Α-ΙΓ, ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΠΑΠΥΡΟΣ, ΑΘΗΝΑΙ,
2007.
12. ΜΙΧΑΗΛ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ,
«ΤΟΠΩΝΥΜΙΚΟ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΑΜΕΛΑΝΤΕΣ ΕΥΒΟΙΑΣ «ΑΕΜ, ΚΖ, (1986-1987), ΣΕΛ., 85-122.
13. ΜΙΧΑΗΛ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ, «ΙΣΤΟΡΙΚΑ
ΚΑΙ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΕΡΑΣΙΑ ΕΥΒΟΙΑΣ», ΑΕΜ, ΛΑ, (1994-1995), ΣΕΛ.,
175-226.
14. ΜΙΧΑΗΛ ΧΡ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ,
«ΔΗΜΩΔΗ ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΥΒΟΪΚΗΣ ΧΛΩΡΙΔΑΣ», ΑΕΜ, ΛΗ, (2008-2009), ΣΕΛ., 251-335.
15. Ν. Π. ΑΝΔΡΙΩΤΗΣ, ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 1992.
16. ΠΑΥΛΟΣ ΔΡΑΝΔΑΚΗΣ, ΜΕΓΑΛΗ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ, ΤΟΜΟΙ Α-ΚΔ (1929) ΜΕ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, ΤΟΜΟΙ ΚΕ-ΚΗ, (1962).
17. ROBERT BROWNING, Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ,
ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΑ, ΑΘΗΝΑΙ, 1972.
Προσήμανση: εἶναι πιθανὸ νὰ μὴν ἔχουν
καταγραφῆ ὅλα τὰ τοπωνύμια. Χρειάζεται ἔλεγχος στὰ καταγεγραμμένα (γιὰ τὴν ὀρθότητα)
καὶ ἔρευνα γιὰ τὴν ὕπαρξη ἄλλου ἢ ἄλλων).
ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ ΚΑΤ’ ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ
1. Αβγά, τα: Α1
2. Αβγαριά, η: Γ1
3. Αβγαρίτσες, οι: Γ2
4. Αγελαδοτόπι, το: Δ1
5. Αγία Παρασκευή, η: Η1
6. Αγιος Αθανάσιος, ο: Η2
7. Άγιος Απόστολος, ο: Η3
8. Άγιος Γεώργιος, ο: Η4
9. Άγιος Ηλίας, ο: Η5
10. Άγιος Ιωάννης, ο: Η6
11. Άγιος Κωνσταντίνος, ο: Η7
12. Άγιος Νικόλαος,ο: Η8
13. Άγιος Χαράλαμπος, ο: Η9
14. Αγναντερή, η: Α2
15. Αγριλίτσα, η: Γ3
16. Αγριομέλισσο, το: Δ2
17. Αγροσυκιά, η: Γ4
18. Άδαινα, η: Α3
19. Ακόνι,το: Α4
20. Αλαφοσβάλα, η: Δ3
21. Αλ(ε)πότρυπες, οι: Δ4
22. Αλεπούς το Αλώνι: Δ5
23. Αλοϊζου, ο Βράχος: Θ1
24. Αλωνάκι, το: ΣΤ1
25. Αλώνια, τα: ΣΤ2
26. Αμπέλια, τα: Γ5
27. Αμπελορείκι, το: Γ6
28. Ανάθεμα, το: Ι1
29. Αντραχλίτσες, οι: Γ7
30. Αξανεμιά, η: Α5
31. Αρκουδότρυπα, η: Δ6
32. Ασβεστοκάμινο, το: ΣΤ3
33. Ασκαλί, το: Α6
34. Ασπρολιθάρι, το: Α7
35. Αχελωνάρης, ο: Δ7
36. Αχλάδες, οι: Γ8
37. Αχλαδίτσα, η: Γ9
38. Αχλαδοπόταμος, ο: Β1
39. Βά(γ)ιες, οι: Γ10
40. Βαθύ Κανάλι, το: Α8
41. Βαθύρεμα, το: Α9
42. Βαρέλια, τα: ΣΤ4
43. Βάτια, τα: Γ11
44. Βελανιδιά, η: Γ12
45. Βεντζιάς, ο: Γ13
46. Βόμπες, οι: Θ2
47. Βορίκη, του: Ι2
48. Βούζια, τα: Γ14
49. Βρέττου τα Χωράφια: Ε1
50. Βρωμόβρυση, η: Β2
51. Βρωμονέρα, η: Β3
52. Γαβαθάκια, τα: Α10
53. Γαγιάννη, του: Ε2
54. Γαλανό Νερό, το: Β4
55. Γαλλικός, ο: Ε3
56. Γεράνιο Νερό, το: Β5
57. Γεροδήμου του Νερό: Ε4
58. Γεροθόδωρος, ο: Ε5
59. Γεροπάγκαλος, ο: Ε6
60. Γεφύρι, το: Ζ1
61. Γεφύρια, τα: Ζ2
62. Γούβες, οι: Α11
63. Γούρνα, η: Α12
64. Γρανίτσα, η: Γ15
65. Δημάκου, του: Ε7
66. Διάσελα, το: Α13
67. Διπλάρι, το: Α14
68. Δόκανος, ο: Ι3
69. Δώδεκα Πεύκα, τα: Γ16
70. Εθνικό, το: Θ3
71. Εικονοστάσι, το: Η10
72. Ελάτια, τα: Γ17
73. Έλατος, ο: Γ18
74. Ζέβελη, η: Ι4
75. Ζωής ο Κήπος: Ε8
76. Θιλλυκάκια, τα: Γ19
77. Ίταμος, ο: Γ20
78. Καβαλάρης, ο : Ε9
79. Καζινιές, οι : Γ21
80. Κακιά Σκάλα, η : Α15
81. Κακούμαρος, ο: Ι 5
82. Κακουνά, η: Ι6
83. Κακουτάκη, η: Ι7
84. Καλαμάκια, τα: Γ22
85. Καλοεράκι, το: Α16
86. Κάμαρες, οι: Ζ3
87. Καμίνια, τα: ΣΤ5
88. Καν(ι)ζιά, η: Γ23
89. Κανιζόλακος, ο: Γ24
90. Καρά, του: Ι8
91. Καρακόλιθο, το: Δ 8
92. Καρακοφωλιά, η: Δ9
93. Καρατζά, του: Ε10
94. Καρδαρά, του: Ι9
95. Καρούτες, οι: Ζ4
96. Καρυά, η: Γ25
97. Κάτω Βρύση, η: Β6
98. Κατωχώρι, το: Ζ5
99. Κερασίτσα, η: Γ26
100. Κθαρές και Κθαρίτσες, οι:
Γ27
101. Κλείστης, ο: Α17
102. Κλέσερη, η: Ι10
103. Κλεφτόρεμα, το: Θ4
104. Κλήματα, τα: Γ28
105. Κόκκινες Πέτρες, οι: Α18
106. Κοκκινόια, τα: Α19
107. Κόκλια, η: Ι11
108. Κολλητσάκι, το: Γ29
109. Κόμματα, τα: Α20
110. Κονάκια, τα : Ζ6
111. Κοτσίκια, τα: Γ30
112. Κούκρα, η:: Ι12
113. Κούκο(υ)μα, το: Ι12
114. Κουμαριάς, ο: Γ31
115. Κουρού η Λάκκα: Ε11
116. Κούφαλος, ο: Α21
117. Κρέμαση, η: Α22
118. Κρεμμύδια, τα: Γ32
119. Κρητήρια, τα: Α23
120. Κρύα Βρύση, η: Β7
121. Κρυνεράκια, τα: Β8
122. Κυπαρίσσια, τα: Γ33
123. Λαγός, ο: Δ10
124. Λακκάκια, τα: Α24
125. Λιβαδάκια, τα: Α25
126. Λιβαδερά, τα: Α25
127. Λιβάδι, το: Α27
128. Λιβροχίδια, τα: Β9
129. Λιθαρόσιρμα, το: Α28
130. Λιμνινάρι, το: Α29
131. Λισφακιές, οι: Γ34
132. Λυκομούρση, η: Δ11
133. Λυκοσάνιδα, τα: Δ12
134. Λύκου το Αλώνι: Δ13
135. Μαζωμένα Πεύκα, τα: Γ35
136. Μακριά Στράτα, η: ΣΤ6
137. Μαναγκαριό, το: Ι14
138. Μαναχή Καστανιά, η: Γ36
139. Μαντζάρη, η/ο: Ε12
140. Μάρμαρο, το: Α30
141. Μαρούδα, του: Ε13
142. Μαύρη Πέτρα, η: Α31
143. Μαυρομαντιλού, η: Θ5
144. Μαυρόπη, η: Α32
145. Μεγάλη Δίπλα, η: Α33
146. Μεγάλο Ρουμάνι, το: Γ37
147. Μεγάλο Χέρρωμα, το: Ι15
148. Μεϊμέτη, του: Ε14
149. Μελίσσι, το: Δ14
150. Μεσόραχο, το: Α34
151. Μηλιές, οι: Γ38
152. Μηλίτσα, η: Γ39
153. Μούρη, η: Ι16
154. Μουριές, οι: Γ40
155. Μουρτιάς, ο: Γ41
156. Μουρτίτσα, η: Γ42
157. Μπακαλάκη η Καλύβα: Ε15
158. Μπακάλη το Αμπέλι: Ε16
159. Μπαλατσού το Κονάκι: Ε17
160. Μπερμπάτη, του: Ε18
161. Μπιζιάκι, το: Ι17
162. Μύλος, ο: Ζ7
163. Μύλος του Ανέστη: Ζ8
164. Μύλος του Γαλλικού: Ζ 9
165. Μύλος του Ζντάγκα: Ζ10
166. Μύλος του ΜπασιώτηΖ11
167. Ξεσκούφωτη, η: Α35
168. Ξηροπόταμος, ο: Β10
169. Παγκάρι, το: Η11
170. Παλιαγκόρτζα, η: Γ43
171. Παλιάμπελα, τα: Γ44
172. Παλιοκαρούτες, οι: Ζ12
173. Παλιοκαψάλα, η: Α36
174. Παλιοκκλήσι, το: Η12
175. Παλιόλακκα, η: Α37
176. Παλιομέλισσο, το: Δ15
177. Παλιόμυλος, ο: Ζ, 12
178. Παλιόπευκος, ο: Γ45
179. Παλιόσπιτα, τα: Ζ13
180. Παλιοσταλός, ο: ΣΤ7
181. Παλιουργιάς, ο: Γ46
182. Παλιούρια, τα: Γ47
183. Παναγία, η: Η13
184. Παναγία η Δοκανιώτισα: Η14
185. Πανταζή η Παράγκα: Ε19
186. Παπαδιάς το Λιβάδι: Ε20
187. Παρίση τα Μαντριά: Ε21
188. Πατερά, τα: ΣΤ8
189. Περιστέρι, το: Δ16
190. Πέταλα, τα: Α38
191. Πετσάλα, η: Ι18
192. Πευκιάς, ο: Γ48
193. Πευκούνα, η: Γ49
194. Πίτιδέντρι, τα: Γ50
195. Πλα(γ)ιά, η: Α39
196. Πλάκα και Πλάκες, η και οι:
Α40
197. Πλάστιγγα, η: ΣΤ9
198. Πλατανάκια, τα: Γ51
199. Πλατανιάς, ο: Γ52
200. Πλιάρ Λάκκα, η: Ι19
201. Πλιάρι: Ι20
202. Πλύστρες, οι: ΣΤ10
203. Πολσύν : Ι21
204. Πόρος, ο: Α41
205. Ποτάμι, το: Β11
206. Ποτιστικό, το: ΣΤ11
207. Πουράκια, τα : Α42
208. Πουρνάρι, το: Γ53
209. Πουρνιάς και Μπουρνιάς, ο:
Γ54
210. Πρά(γ)ια, η: Ι22
211. Πρασού, η: Γ55
212. Πριτζάτκα, τα: Ι23
213. Πρόνια, η: Ι24
214. Πυξάρι, το: Γ56
215. Ρακί, το: Β12
216. Ρείκια, τα: Γ57
217. Ρήγας ο Βράχος: Ι25
218. Ριζιμιά Λιθάρια, τα: Α43
219. Ρόγκι, το: Α44
220. Ροδιάς και Ρουδιάς, ο: Γ58
221. Σαρίτσα, η: Α45
222. Σβάλα, η: Β13
223. Σβαλιάζει το Νερό: Β14
224. Σβαλίτσα, η: Β15
225. Σέλινο, το: Γ59
226. Σ(Ζ)ήμενα ή Ρέμα Ζήμενας :
Ι26
227. Σκλήθρα, τα: Γ60
228. Σπαλαθριάς, ο: Γ61
229. Σπαρτιάς, ο: Γ62
230. Στάμου το Λακκάκι: Ε22
231. Σταυρός, ο: Α46
232. Σταυρός το Ρέμα, ο: Α47
233. Στάφνη, η: ΣΤ12
234. Στενοχώραφο, το: Α48
235. Στεργίου η Λάκκα: Ε23
236. Συκιές, οι: Γ63
237. Σφέρη, η: Ι27
238. Τιλεούρα, η: Ι28
239. Τούρλα, η: Α49
240. Τραγανίτσα, η: Α50
241. Τρία Τσουκάνια, τα: Α51
242. Τσαγδαρός Πεύκος, ο: Γ64
243. Τσιποδέντρι, το: Γ65
244. Τσουκάνα, η: Α52
245. Φοράδα, η: Δ17
246. Φούρνοι, οι: Ζ15
247. Φρέγκρα, η: Ι29
248. Φτεριάς, ο: Γ66
249. Χάλασμα, το: Ζ16
250. Χοντρόραχη, η: Α53
251. Χρηστάκη η Καλύβα: Ε24
252. Ψηλά Αλώνια, τα: ΣΤ13
253. Ψηλή Ράχη, η: Α54