Κυριακή 12 Μαρτίου 2017

Γνωρίζοντας το χωριό Παπάδες




Το 1800 επί τουρκοκρατίας υπήρχε ένα μετόχι της μονής Ξεροπόταμου στη Βόρεια Εύβοια. Εκεί εγκαταστάθηκαν σε μια περιοχή ανατολικά κοντά στη θάλασσα, δίπλα σ’ ένα ποτάμι που ονομάζεται μέχρι σήμερα ξεροπόταμος, παρότι χειμώνα καλοκαίρι τρέχει νερό. Στη Μονή αυτή, η οποία ήταν αντρική υπήρχαν πολλοί μοναχοί. Η εκκλησία της, ήταν ο Άγιος Νικόλαος. Μαρτυρίες λένε ότι επί Τουρκοκρατίας στο Μαντούδι, μια κοντινή περιοχή, διοικούσε ο Αχμέτ Αγάς που ήθελε να καρπωθεί την πλούσια και την εύφορη γη των μοναχών, γνωρίζοντας ότι οι ντόπιοι λάτρευαν τη Μονή διότι ο Ηγούμενος τους βοηθούσε στα δύσκολα εκείνα χρόνια.

Τότε ο Αγάς προσπάθησε με δόλο να διώξει τους μοναχούς. Έβαλε μέσα στο Ιερό έναν χωριανό που τον έντυσαν γυναίκα για να διασύρει τον Ηγούμενο και με μαρτυρίες να διώξει τελικά όλο το μοναστήρι. Ο Ηγούμενος όμως με τη βοήθεια του Θεού, τον αναγνώρισε, πήρε τον σταυρό της Μονής, εγκαταλείποντας τη και έφυγε για το Άγιο Όρος. Ο σταυρός λένε ότι είχε Τίμιο ξύλο και με τον συγκεκριμένο σταυρό ο Ηγούμενος, σταύρωνε τους χωριανούς και να είναι πάντα καλά υπό τη σκέπη του. Σήμερα ο Σταυρός με το τίμιο ξύλο βρίσκεται στη Μονή Ξηροποτάμου Αγίου Όρους. Έτσι το χωριό ονομάστηκε Παπάδες διότι όλοι στη γύρω περιοχή γνώριζαν ότι εκεί υπήρχαν πολλοί μοναχοί.
Την περίοδο 1938-1941 ζούσαν στον οικισμό Ξηροποτάμου  45 μόνιμοι κάτοικοι.
Το 1910 με τον Νόμο του Ελευθερίου Βενιζέλου περί εκκλησιαστικής περιουσίας τα χωράφια δόθηκαν στους κατοίκους του χωριού. Το χωριό Παπάδες έχει δυο όψεις, μία του πράσινου δυτικά και μία του κίτρινου λόγω του ήλιου ανατολικά το καλοκαίρι, και του λευκού και γαλάζιου από τη θάλασσα που ξεχωρίζει κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Το πλούσιο δάσος επιφέρει παραγωγή οξυγόνου και καθαρού αέρα.
Ένα χωριό, με μπαλκόνι πάνω από το  Αιγαίο και θέα αντικριστά τις Σποράδες, τα νησιά Σκιάθος και Σκόπελος. Η θάλασσα φαίνεται ότι βρίσκεται στα 100 μ κάτω από το χωριό παρόλο ότι η απόσταση είναι 12 λεπτά με το αυτοκίνητο. Αγκαλιάζεται από το πρωί με τον ήλιο που ανατέλλει μέσα από τη θάλασσα μέχρι τη δύση του. Μετά τα πρώτα σπίτια συναντάμε την εκκλησία πάνω από τον δρόμο που δεσπόζει επιβλητικά με το κυπαρίσσι αριστερά κ τον πεύκο δεξιά της, να προφυλάσσουν αγέρωχα την Κοίμηση της Θεοτόκου με την πλακόστρωτη πλατεία και τις καλλιτεχνικές δημιουργίες. Λειτουργός για πολλές δεκαετίες ήταν ο αείμνηστος πατήρ Γεώργιος Αφένδρας. Ο κεντρικός δρόμος χωρίζει το χωριό στη μέση. Πάνω από το δρόμο (στα ψηλά) και κάτω από το δρόμο (στα χαμπλά, όπως χαρακτηριστικά τα ανέφεραν οι χωριανοί), όπου υπήρχαν και υπάρχουν ακόμα σπίτια και παραδοσιακά καφενεία που θυμίζουν τα παλιά χρόνια. Στο τέλος του χωριού, στεγάζεται το δημοτικό σχολείο, το οποίο επαναλειτουργεί τα τελευταία χρόνια με λίγα παιδιά, αν σκεφτεί κανείς ότι στη δεκαετία του 1960 απαριθμούσε 90 παιδιά. Φύλακας όλου του χωριού είναι το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία (Αη Λιας), ψηλά, μέσα στις καστανιές.
Οι κάτοικοι του χωριού, σήμερα, ζουν και εργάζονται σ’ ένα τέτοιο το περιβάλλον μην ξεχνώντας το καλό που τους προσφέρει αυτή η φύση, η οποία είναι χάρισμα Θεού. Ασχολούνται κυρίως με την κτηνοτροφία λόγω του γεγονότος ότι δεν υπάρχουν πεδιάδες για καλλιέργειες μεγάλων εκτάσεων. Επίσης, άλλη μία δραστηριότητα που είναι μοναδική στην Ελλάδα, είναι η παραγωγή ρητίνης από τα πεύκα. Η μελισσοκομία από την άλλη, είχε από παλιά μεγάλη έλξη λόγω της χλωρίδας που αναπτύσσεται στην περιοχή, όπως είναι το πεύκο, το ξούρι και το αυτοφυές θυμάρι. Παλαιότερα λίγοι χωριανοί είχαν ασχοληθεί με τη μελισσοκομία, με την πάροδο των χρόνων αυτό άλλαξε και σήμερα πλέον ασχολούνται επαγγελματικά πολλές οικογένειες.
Ανατολικά, κοντά στη θάλασσα υπήρχαν τα πρώτα μεταλλεία λευκόλιθου όπου εργάζονταν πολλοί χωριανοί, άνδρες και γυναίκες κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες, με το ανθυγιεινό φως της ασετιλίνης και την  υγρασία της γαλαρίας. Σήμερα όλα αυτά έχουν ερημώσει.
Στη δεκαετία του 1970-80, δημιουργήθηκε μεγαλύτερο εργοστάσιο στην περιοχή κοντά στο Μαντούδι και το Μετόχι, το εργοστάσιο του Σκαλιστήρη. Πολλοί χωριανοί εργάστηκαν στον Σκαλιστήρη πάλι στα μεταλλεία, μεταφερόμενοι με τα αυτοκίνητα της εταιρείας,  Fimisco.
Παλαιοτέρα, οι κάτοικοι παρήγαγαν τα δικά τους προϊόντα σε παρά πολλά ειδή, κάτι που τους καθιστούσε αυτόνομους παρ’ όλες τις γενικότερες δυσκολίες των καιρών. Με οικόσιτα κυρίως ζώα όπως αρνιά κατσίκια, κότες και απαραίτητα ένα γουρούνι κατάφερναν να καλύπτουν όλες τις ανάγκες τους, από το λίπος έφτιαχναν σαπούνι καθώς και συντηρούσαν παστό το κρέας για να έχει διάρκεια στο χρόνο. Έτσι κατάφερναν να έχουν το κρέας τους αλλά και χειροποίητα, παραδοσιακά και νόστιμα λουκάνικα.
Σήμερα πολλοί έχουν μεταναστεύσει σε μεγαλύτερες πόλεις για καλύτερη δυνατότητα εργασίας. Μάλιστα την περίοδο του 1960, πολλοί έφυγαν για την Γερμάνια και Αμερική και όσοι επέστρεψαν συνέχισαν την παραδοσιακή εργασία. Τα τελευταία χρόνια, στα δυτικά του χωριού, μέσα στο δάσος δημιουργήθηκε το Δασικό Χωριό Παπάδων. Ένας χώρος εναλλακτικός για τουρισμό, που έχει την δυνατότητα να προσφέρει εξορμήσεις στις φυσικές ομορφιές του βουνού και του δάσους αλλά και μπάνια το καλοκαίρι στη θάλασσα που είναι πολύ κοντά. 
Τολμήσαμε να παραθέσουμε την ιστορία του χωριού, την οποία αρχικά είχε ξεκίνησε ο  Κων/νος  Γεωργίου του Δημ., ο οποίος όμως δυστυχώς δεν πρόλαβε να την ολοκληρώσει. Είμαστε ανοιχτοί σε οποιαδήποτε συμπλήρωση σε ότι αφορά το χωριό για να μη σβήσει αυτή προσπάθεια στο ξεκίνημα της.
Γιάννης Αναγνώστου, Χίος
 
 
 

Παρασκευή 10 Μαρτίου 2017

Οι Παπάδες της Ευβοίας και η βασανισμένη ζωή των κατοίκων των.

Άρθρο της δημοσιογράφου Αγγελικής Δαμίγου της εφημερίδας ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ (1967)
  Πριν μπούμε στο χωριό Παπάδες μας υποδέχεται στην πλαγιά του λόφου το μικρό νεκροταφείο με τρεις η τέσσερις μικρούς ξύλινους σταυρούς , ένας μεγάλος λάκκος σκεπασμένος με δοκάρια και μερικά ανθρώπινα οστά πεταγμένα δω και κει που έχουν ξεθάψει οι σκύλοι. Ζωντανοί και νεκροί ζούνε μέσα στο μάτι του βοριά που έρχεται από το βόρειο Αιγαίο κι από τα αντικρινά σποραδικά νησιά Σκιάθο και Σκόπελο. Ο δρόμος του χωριού είναι γεμάτος λάσπες τον χειμώνα. Οι άνθρωποι κυκλοφορούν με γαλότσες  κι όσοι δεν έχουν κατάφεραν να διδάξουν στα γυμνά τους πόδια πώς να χώνονται μέσα στα παγωμένα λασπόνερα αδιαμαρτύρητα.
   Η εκπαίδευση αυτή αρχίζει από την πρώτη νηπιακή ηλικία. Δεκάδες τα ξυπόλητα παιδάκια στους δρόμους. Μόνο που δεν έχουν καταφέρει ακόμα να προσαρμόσουν το αίμα τους σ αυτή την παγωνιά ώστε η όψη τους να μη γίνεται μαυροκίτρινη και να πειθαρχήσουν τις μασέλες τους στο να μη τρίζουν από το κρύο. Τα παιδάκια αποτελούν την πιο δυσάρεστη εικόνα του χωριού. Φοράνε σκισμένα ρούχα πετσιασμένα από τη βρώμα , τόση που έχουν γίνει αδιάβροχα και κυκλοφορούν με καμπουριασμένη πλάτη και αγκαλιασμένα τα χέρια από την παγωνιά.
   Τα σπίτια είναι άσπρα απέξω από τον ασβέστη και μαύρα από μέσα από τις κάπνες . Ξύλινες οι στέγες τους και τα πατώματα τους με τζάκι στη μέση και στρωσίδια από κουρελούδες χάμω. Ελάχιστα τα σπίτια που έχουν ξύλινα η σιδερένια κρεβάτια.. Εκεί που κοιμούνται οι άνθρωποι στοιβάζονται κι οι σοδειές για το φαγητό  των ανθρώπων και των ζώων. Τα περισσότερα σπίτια είναι πέτρινα διώροφα. Στο πρώτο πάτωμα κατοικούν το γουρούνι, οι κότες, το πρόβατο η το βόδι και στο δεύτερο πάτωμα οι άνθρωποι. Στα σπίτια με ένα πάτωμα οι άνθρωποι κρατούν το ένα δωμάτιο για αυτούς και το διπλανό το παραχωρούν στα ζώα. Εδώ πάνω το ζώο έχει μεγάλη εκτίμηση γιατί είναι ζωτικός παράγων. Αν ψοφήσει ένα ζώο ακούγεται περισσότερος θρήνος από  ότι σαν τους πεθάνει ένα μωρό. Παιδιά λένε ‘’φτιάχνουν όσα θέλουν και χωρίς λεφτά’’ το ζώο όμως πώς να το αντικαταστήσουν: Συχνότερα καλούν τον κοινοτικό γιατρό να τους γιατρέψει το άρρωστο ζώο τους παρά το παιδί τους.
   Αν τους αρρωστήσει το μωρό τους λένε « Αν τ αγαπά ο Θεούτσικος θα το πάρει κοντά του, αν όχι θα το αφήσει να ζήση. Για τα ζώα όμως λένε «Αν μας αγαπά ο Θεούτσικος θα μας το γιατρέψει αν όχι θα μας το ψοφήσει».
   Ο συγχρωτισμός ανθρώπων και ζώων προπάντων το καλοκαίρι δημιουργεί δυσάρεστα επακόλουθα. Εκτός από το ανθυγιεινό περιβάλλον και την μπόχα που επικρατεί στα σπίτια όπου μεγαλώνουν παιδιά, μεγάλες επιδημίες σέρνονται στο χωριό από τα ζώα. Τα καλοκαίρια η επιδημία της δυσεντερίας είναι συνηθισμένο φαινόμενο που ξεπερνά τα σύνορα των Παπάδων και μαστίζει και τα γειτονικά χωριά. Οι γυναίκες έχουν σκληρή έκφραση προφανώς από τη σκληρή δουλειά στο χωράφι. Όλες φοράνε τσεμπέρι στο κεφάλι που τους κρύβει και το στόμα, συνήθεια από την εποχή που κατείχαν τα μέρη αυτά οι Τούρκοι και που διατηρείται μέχρι σήμερα. Οι άντρες έχουν τραχεία όψη, ντύνονται με ελεεινά ρούχα  προπάντων τα παπούτσια που έχουν για σόλες τα δέρματα από χοίρους κι είναι μανιώδεις ρήτορες και χαρτοπαίκτες. Οι κάτοικοι των γύρω χωριών τους ονομάζουν αγραμμάτους δικηγόρους γιατί ξέρουν απέξω όλους τους νόμους και πολύ συχνά κουβεντιάζουν για υψηλά θέματα, καθισμένοι ώρες ολόκληρες γύρω από τα χαμηλά ξύλινα τραπεζάκια των καφενείων όπου επιδίδονται με μανία στην επίλυση των προβλημάτων τους και στη χαρτοπαιξία, που είναι και η μοναδική τους ψυχαγωγία.
   Το μεγάλο παράπονο των κατοίκων τούτου του χωριού είναι ότι το κράτος δεν τους πουλάει τα δάση, εφόσον δεν έχουν κανένα άλλο πόρο ζωής. Και εφ όσον τα δάση είναι κρατικά κι οι άνθρωποι δουλεύουν σαν υπηρέτες στους διάφορους τσιφλικάδες, έχει δημιουργηθεί ένα απερίγραπτο μίσος μέσα τους για τα δέντρα. Μόλις οι χωρικοί δουν να φυτρώνει στο χωράφι τους πράσινο κλαρί πεύκου το ξεριζώνουν αμέσως από φόβο μήπως το δη ο τσιφλικάς και τους πάρει μαζί με το δέντρο και το χωράφι. Αυτό γίνεται εξηγούν γιατί σύμφωνα  με μια κρατική θεωρία, αφού τα δέντρα φυτρώνουν μόνα τους ανήκουν στο δασικό χώρο, ο οποίος είναι δημόσιος. Αν λοιπόν τύχη και φυτρώσει κανένα πευκάκι στο άγονο χωράφι τους, θα τους το αρπάξουν αμέσως, χωρίς καμιά αποζημίωση, αφού κανένα κομμάτι γης δεν τους ανήκει, ούτε αυτά τα 3 έως 4 στρέμματα χωραφιού που σπέρνουν το στάρι και τα όσπρια τους. 
   Θα είμαστε ευχαριστημένοι, λένε, αν από το χωράφι μας, δηλαδή από τα γεωργικά μας προϊόντα, βγάζαμε πέντε δραχμές την ημέρα. Αναγκαζόμαστε άντρες και γυναίκες να κατεβαίνομε στα γειτονικά χωριά για καμιά δεκαπενταριά μεροκάματα  τον χρόνο με τριάντα δραχμές τη μέρα. Όταν δουλεύουμε στις ελιές εξαργυρώνουμε μερικά μεροκάματα με δυο έως τρία κιλά λάδι. Μας μένουν καθαρά κάπου τετρακόσιες δραχμές κατά  άτομο. Αυτό είναι το εισόδημα. Τον άλλο καιρό δουλεύουμε στους τσιφλικάδες για λίγες πενταροδεκάρες και στα δικά μας χωράφια για το ψωμί μας. Οι περισσότερες μέρες μας κυλάνε χωρίς δουλειά. Από τους πεντακοσίους κατοίκους του χωριού μας μόνο οι είκοσι που δουλεύουν στα μεταλλεία του Ξηροποτάμου, έχουν τακτική δουλειά και μεροκάματα. Οι υπόλοιποι συνεδριάζουμε στα καφενεία
Βασική τροφή τους είναι το ψωμί και άρτος. Η έκφραση αυτή όσο κι αν φαίνεται αστεία αποτελεί μια πραγματικότητα. Ψωμί ονομάζουν το μαύρο ξεροκόμματο και άρτο το φρέσκο ζυμωτό ψωμί της ημέρας. Ένα ξεροκόμματο και λίγο φρέσκο ψωμί αντικαθιστούν το ψωμοτύρι η το κυρίως γεύμα. Τρώνε συχνά όσπρια από την παραγωγή τους και τις καλές μέρες μαγειρεύουν ζυμαρικά, που έχουν ακαθόριστο χρώμα με αποχρώσεις του γκρι και του σταχτί. Την παραμονή των Χριστουγέννων σφάζουν όσοι έχουν τον χοίρο τους και μ αυτόν φτιάχνουν λίπος, λουκάνικα και σαπούνια. Σφάζουν επίσης μια φορά τον χρόνο ένα πρόβατο και μ αυτό εξασφαλίζουν το κρέας τους για 6-7 μήνες, ανάλογα με τα άτομα της οικογένειας. Παρ όλη την κακή διατροφή μόνο 1-2 αδενοπαθή παιδάκια υπάρχουν από τα 120 παιδιά του χωριού. Αυτό οφείλεται λένε οι κάτοικοι στη μεγάλη παραγωγή οξυγόνου. Και συμπληρώνουν εμείς εδώ πάνω είμαστε άφθαστοι σε παραγωγή οξυγόνου, λάσπης, σκόνης και χαρτόμουτρων.
Οι άνθρωποι εδώ είναι εντελώς αμόρφωτοι κι ας ξέρουν απέξω όλους τους νόμους. Τα παιδάκια πηγαίνουν στο μονοτάξιο σχολείο τους που έχει  δυο δασκάλους και μια αίθουσα για 80 μαθητές. Τρία αγόρια μόνο πηγαίνουν στο Γυμνάσιο, που εδρεύει σ ένα γειτονικό χωριό στην Αγία Άννα, δυόμιση ώρες με το ζώο. Οι δυο τελειόφοιτοι γυμνασιόπαιδες ο Θανάσης Ζέρβας κι ο Οδυσσέας Παπακωνσταντίνου, θέλουν να κατέβουν στην Αθήνα για να σπουδάσουν και να δουλέψουν συγχρόνως, αν και θα προτιμούσαν να πάρουν το δρόμο της ξενιτιάς, όπως έκαναν πολλοί συντοπίτες τους. Στους παπάδες η ζωή είναι απαίσια για τα νιάτα. Καμιά, έστω και στοιχειώδης ψυχαγωγία δεν υπάρχει. Όλη μέρα τριγυρνάνε στο καφενείο. Θάθελαν λένε να τους δοθεί δάνειο 15.000 δρχ να φτιάξουν ένα γήπεδο για ποδόσφαιρο. Η επιθυμία τους αυτή σκοντάφτει όχι μόνο στην αδιαφορία των αρμοδίων, αλλά και στις αντιρρήσεις των πατεράδων τους, που τους φωνάζουν. Μακριά βρε σεις από τη μπάλα. Είναι παπουτσοχαλάστρα. Ποιος θα σας σολιάσει τα παπούτσια όταν χαλάσουν:
Όσο για τις κοπέλες, αυτές στενοχωριούνται γιατί είναι σίγουρες ότι θα μείνουν γεροντοκόρες. Σπάνιο πράγμα ο γάμος εδώ πάνω τα τελευταία χρόνια. Οι γαμπροί κοστίζουν πολύ ακριβά. Υπάρχει μάλιστα και τιμολόγιο παντρειάς. Με 25 έως 30 χιλιάδες δραχμές και μερικά κτήματα βρίσκει η κοπέλια γαμπρό πρώτης κατηγορίας. Με 10 έως 15 χιλιάδες κοστίζουν οι πιο σκάρτοι. Που να βρεθούν όμως έστω και αυτές οι 10 χιλιάδες. Ρώτησα μια μεγαλοκοπέλα γιατί δεν παντρεύτηκε και μου απήντησε. Δώστε μου 20 χιλιάδες και παντρεύομαι αύριο. Τον γαμπρό τον έχω βρει. Εφτά χρόνια είμαστε αρραβωνιασμένοι, αλλά δεν με παίρνει γιατί έχω το ελάττωμα να μην έχω προίκα. Θέλει βλέπετε τα λεφτά τοις μετρητοίς. Δεν δέχεται να παντρευτεί με δόσεις.
Ένα από τα χαρακτηριστικά του χωριού Παπάδες είναι ο πρωτογονισμός του στα θέματα υγείας. Υπάρχει ένα αγροτικό ιατρείο, που διευθύνεται από ένα νέο και δραστήριο γιατρό τον κ. Θεόδωρο Καψύλη, ο οποίος προσπαθεί με κάθε τρόπο να πάρει τους χωριανούς με το μέρος του, απομακρύνοντας τους από την βρωμιά, τις προλήψεις, τα πρακτικά γιατροσόφια και τις πρακτικές γιάτρισσες με τα βοτάνια και τα ξόρκια τους. Χρόνια ολόκληρα είχε να δη το χωριό γιατρό. Είχαν έλθει κάποτε δυο γιατροί αλλά έφυγαν αμέσως γιατί το μέρος είναι ορεινό κι η μετακίνηση με το ζώο επικίνδυνη. Σήμερα ο γιατρός των Παπάδων έχει υπό την επίβλεψη του άλλα τέσσερα χωριά την Κερασιά, τον συνοικισμό Στράφωνα, το Αχλάδι, και την Κοτσικιά, που τα επισκέπτεται υποχρεωτικά μια φορά την εβδομάδα. Αντιστοιχεί  δηλαδή ένας γιατρός για 2050 κατοίκους. Σε περιπτώσεις ανάγκης ειδοποιείται τηλεφωνικώς ασθενοφόρο από την Χαλκίδα, που φτάνει στο χωριό μετά 3,5 ώρες. Ο άρρωστος επομένως φτάνει στο νοσοκομείο της Χαλκίδας μετά από 7 ώρες.
Δραματική είναι η θέση των κατοίκων αν τύχη και τους παρουσιαστή καμιά κρίση το βράδυ, που διακόπτεται η τηλεπικοινωνία με την Χαλκίδα. Αναγκάζονται τότε να φορτώνουν τον άρρωστο στο ζώο και να τον πηγαίνουν στην Αγία Άννα όπου υπάρχουν δυο ταξί.
Στους παπάδες υπάρχουν τέσσερις μαμές, αλλά οι κορυφαίες είναι οι δυο. Ξαπλώνουν την ετοιμόγεννη πάνω σε βρώμικες κουρελούδες και την ελευθερώνουν χρησιμοποιώντας χέρια και πόδια χωρίς ούτε να τα πλύνουν. Ο επιλόχειος πυρετός από μολύνσεις είναι συνηθισμένο φαινόμενο στους Παπάδες. Μόνο σαν τα βρούνε σκούρα φωνάζουν τον γιατρό στον οποίο όμως δεν επιτρέπουν να δει την έγκυο, για αυτό σκεπάζουν το σώμα της με ένα είδος αντίσκηνου, οπότε ο γιατρός κάνει στα τυφλά την δουλειά του, κάποτε μας διηγείται ο γιατρός ένας τοκετός ήταν πολύ δύσκολος. Οι μαμές έκαναν συμβούλιο και έβγαλαν το συμπέρασμα  ότι η δυσκολία του τοκετού οφείλεται στο γεγονός ότι η έγκυος είχε εγκατασταθεί στο καινούργιο της σπίτι  του οποίου τα θεμέλια δεν είχαν ριζώσει και για αυτό τον λόγο δεν έβγαινε το παιδί. Άρπαξαν τότε την ετοιμόγεννη και την μετέφεραν στο σπίτι της πεθεράς της, όπου όμως κι εκεί μολονότι το σπίτι ήταν καλά «ριζωμένο», ο τοκετός δεν ήταν φυσιολογικός. Μετά από τρεις μέρες αποφάσισαν να φωνάξουν τον γιατρό, ο οποίος έβγαλε το παιδί σκασμένο.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα του πρωτογονισμού που επικρατεί στο χωριό είναι η βρωμά των σπιτιών και των ανθρώπων, η οποία οφείλεται κατά τη γνώμη του γιατρού και του ιερέως στην έλλειψη νερού αφενός και αφετέρου στον ψυχικό ξεπεσμό τους. Το χωριό υδρεύεται με τις τέσσερις βρύσες που έχουν λίγο νερό. Σε αυτές ποτίζουν τα ζώα τους, εκεί πλένουν τα ρούχα τους, με αυτές παίζουν τα παιδιά βουλώνοντας της με καλαμπόκια και από κει πίνουν και οι άνθρωποι. Κατόπιν αιτήσεως του γιατρού η Νομαρχία Ευβοίας δώρισε 90,000 δραχμές για να συγκεντρωθεί νερό από την περιοχή της Αγριοσυκιάς που έχει πολλές πηγές. Ελπίζεται ότι το έργο αυτό θα αρχίσει εφέτος.
Στο χωριό γενικά επικρατεί μια καταθλιπτική ατμόσφαιρα. Οι άνθρωποι νοιώθουν σαν φυλακισμένοι και φεύγουν συνεχώς, προ πάντων οι νέοι, για την πρωτεύουσα. Τα τρία καφενεδάκια, οι λασπωμένοι δρόμοι που ρουφάνε θαρρείς τα πόδια ως τα γόνατα, η έλλειψη τροφής και καθαριότητας, οι προλήψεις και τα ξόρκια θυμίζουν μεσαίωνα. Ούτε μια πλατεία στο χωριό, ούτε ένας δρόμος της προκοπής, ούτε ένα παιδί καλοντυμένο και ροδαλό. Μερικά λαγούτα τραγουδάνε μόνο κάθε 15 Αυγούστου στο πανηγύρι της Παναγιάς, τις άλλες μέρες η ζωή συνεχίζεται στα καφενεία, στα άγονα χωράφια και στο αγνάντεμα των πεύκων που τα μισούν και τα λαχταράνε, μέσα σε μια ατμόσφαιρα γεμάτη φαντάσματα, ξόρκια και μυρουδιές από χοιρινοσάπουνα.